Κριτική για το «20th Century Women»

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Στη Σάντα Μπάρμπαρα του 1979, μια χωρισμένη μητέρα προσπαθεί να μεγαλώσει τον έφηβο γιο της. Καθώς αντιλαμβάνεται το μεταξύ τους χάσμα, ζητά τη βοήθεια των νεότερων Άμπι (Γκρέτα Γκέργουιγκ), μιας επίδοξης φωτογράφου και απελευθερωμένης πανκ φιγούρας, και Τζούλι (Ελ Φάνινγκ), μιας έφηβης γειτόνισσας που τυγχάνει αντικείμενο του πόθου του μικρού Τζέιμι (Λούκας Τζέιντ Ζούμαν). Ξεκινάει, έτσι, μία γλυκόπικρη ιστορία εξερεύνησης του έρωτα και της ελευθερίας στη νότια Καλιφόρνια.

Το ότι η ταινία προκρίνει τη γνωριμία με τους χαρακτήρες, πριν αναφερθεί λεπτομερώς στην ιστορία τους, έχει τη σημασία του. Είναι τόσο καλά δουλεμένοι, που η τοποθέτησή τους σε γενικότερο πλαίσιο έρχεται σε ιδανική χρονική συγκυρία, όταν πια έχουν αναπτυχθεί ορατοί δεσμοί οικειότητας με τον θεατή. Το πλαίσιο αυτό έχει να κάνει φυσικά με τη θέση των συγκεκριμένων γυναικών στο φάσμα του 20ού αιώνα, και με έναν νέο που νοιάζεται για τις ανησυχίες τους. Το σημείο καμπής της καθεμιάς συνοδεύεται από τα ανάλογα ερεθίσματα -μέσω της επίδρασης αναδυόμενων κοινωνικών ή καλλιτεχνικών ρευμάτων- και τα εν γένει βιώματα, τραυματικά και μη. Περιφερειακά, οι επιστημονικές εξελίξεις καθορίζουν την κοινωνική αντίληψη και στάση απέναντι στις εκάστοτε «κουλτούρες» (παρενέργειες του τσιγάρου ή και του συνθετικού οιστρογόνου DES), ενώ, άλλες φορές, έρχονται τα γεγονότα της πολιτικοκοινωνικής σφαίρας να τις αποδομήσουν εντελώς (η περίφημη ομιλία του προέδρου των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, για τη λεγόμενη «Κρίση εμπιστοσύνης», που αγγίζει τον ατομικισμό και την καταναλωτική κοινωνία που χρυσώνει το χάπι της ανασφάλειας).

Είναι όμως όλη αυτή η φρενίτιδα αλλαγών, μπολιασμένων με αέρα ριζοσπαστισμού, η οποία ανταποκρίνεται στο κλίμα της -πειστικά αναβιωμένης- εποχής (το κίνημα του φεμινισμού στα ντουζένια του, λίγο πριν την ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον υπερσυντηρητικό Ρόναλντ Ρήγκαν), εκείνη που κάνει το μέλλον απρόβλεπτο, συνιστώντας το αλατοπίπερο της ζωής. Ταυτόχρονα, το δεδομένο αυτό συνεπάγεται όξυνση του χάσματος γενεών, που το «20th Century Women» («Καταπληκτικές Γυναίκες») του Μάικ Μιλς δίνει συχνά με ακαταμάχητη γλαφυρότητα (ο σκηνοθέτης επιμελείται και το ιδιαίτερα καλογραμμένο σενάριο, εμπνευσμένος από τη σχέση του με τη μητέρα του). Πράγματι, η διαρκής κίνηση του κόσμου μπορεί να είναι μια μικρή κατάρα για όσους -καλά ριζωμένους στο παρελθόν- δεν έχουν πια τη δυνατότητα να ενσωματωθούν στη νέα τάξη πραγμάτων. Για την ανήκουσα στη γενιά της Παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης (σ.σ. 1929) μητέρα, Ντορόθεα Φιλντς (Ανέτ Μπένινγκ), οι αθρόες πολιτισμικές αλλαγές είναι ένας λόγος για να νιώσει «απαρχαιωμένη» βαθιά μέσα της, και να επιζητήσει την συνδρομή των νεαρών κοριτσιών για την ανατροφή του Τζέιμι, όσο αυτός ψάχνει τη δίοδο ουσιαστικής επικοινωνίας μαζί της. Απέναντι στον τελευταίο είναι μια ανοιχτόμυαλη γονέας, που δεν διστάζει να χαλαρώνει τα γκέμια. Ταυτόχρονα, απορρίπτει συνειδητά -και όχι από κούφια αντίδραση- τις προτάξεις της παροδικής μόδας.

Την αργή, σταθερή κίνηση του φακού και την επιδέξια διαχείριση της έννοιας του χρόνου (η οπτική γωνία του αφηγητή είναι πιο περίπλοκη από ό,τι μοιάζει) περιλούζει με τις επικά ονειρικές του νότες το «abstract» ηλεκτρονικό μουσικό σκορ του Ρότζερ Νιλ, που μπλέκεται με ετερόκλητες συνθέσεις, από τους Talking Heads και τον David Bowie μέχρι τους The Clash, τους Black Flag και τους Buzzcocks· μουσικά σχήματα που σημάδεψαν διαφορετικές περιόδους -και τρόπους έκφρασης. Στην ενδιαφέρουσα αυτή συμβίωση, η εικόνα, τα λόγια και η νοσταλγική ματιά στις φωτογραφίες γίνονται μικρές αλήθειες της ζωής, δοσμένες ποιητικά. Τέλος, πέραν των εξαιρετικά δομημένων χαρακτήρων (έξω από καλούπια, απρόβλεπτοι όσο και η ίδια η ζωή, με τις δραστικές αλλαγές που τη χαρακτηρίζουν), ειδικής μνείας αξίζουν οι αντίστοιχα δυνατές ερμηνείες της θηλυκής πρωταγωνιστικής τριπλέτας, αλλά και ο Μπίλι Κράνταπ στον ρόλο του πολυτεχνίτη συγκατοίκου.

Βαθμολογία: 3,5/5

Σχολιάστε