Από τον Νίκο Γαργαλάκο
Μετά το άψογο σατιρικό δράμα «The Square» («Το Τετράγωνο»), το οποίο εν έτει 2017 πέρασε από κόσκινο τις «κουλτουρέ» βορειοευρωπαϊκές ελίτ, ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρούμπεν Έστλουντ επανήλθε φέτος στο Φεστιβάλ των Κανών με το αγγλόφωνο ντεμπούτο του, κατακτώντας τον δεύτερο Χρυσό Φοίνικα της καριέρας του! Ο λόγος για το «Triangle of Sadness» («Το Τρίγωνο της Θλίψης»), μια χειμαρρώδη αντικαπιταλιστική -ή πιο σωστά «αντισυστημική»– σάτιρα που βάζει στο στόχαστρο τους προνομιούχους και τα υποκριτικά συμπεριληπτικά τους αφηγήματα, προτού ανακατανέμει βιτριολικά τους ρόλους στην κοινωνική σκακιέρα.
Η ταινία χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο λαμβάνει χώρα στον κόσμο της μόδας, ξεναγώντας μας στην ιστορία του Καρλ (Χάρις Ντίκινσον) και της Γιάγια (η ταλαντούχα Τσάρλμπι Ντιν δυστυχώς έχασε τη ζωή της λίγες μέρες πριν την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας), ενός νεαρού ζευγαριού που κυνηγά την τύχη του στον συγκεκριμένο χώρο. Ωστόσο, εκείνος βρίσκεται σε επαγγελματικό τέλμα, τη στιγμή που το ταίρι του διαγράφει αντίθετη πορεία, πατώντας όλο και πιο γερά στα πόδια του. Σε μια απόπειρα να εκτονώσει τις τριβές τους, η Γιάγια καλεί τον Καρλ σε μια κρουαζιέρα, της οποίας τα εισιτήρια έχει εξασφαλίσει δωρεάν χάρη στους ακολούθους της στα κοινωνικά δίκτυα. Κάπως έτσι, η δράση για το δεύτερο μέρος της ταινίας μεταφέρεται σε ένα πολυτελές γιοτ (είναι το «Christina O» του Αριστοτέλη Ωνάση!), όπου ο κεντρικός πυρήνας του διεθνούς καστ δίνει αντιπροσωπευτικό δείγμα «υψηλής κοινωνίας»: Έμποροι όπλων, λιπασματοβιομήχανοι, κληρονόμοι κ.ά, απαρτίζουν τους αποκομμένους -από τη βιοπάλη των κάτω στρωμάτων- παραθεριστές. Κάποιοι καμουφλάρουν τον αηδιαστικό τυχοδιωκτισμό τους πίσω από εξευγενισμένα προσωπεία, άλλοι δεν ντρέπονται να συστηθούν ως αμετανόητοι αμοραλιστές, άλλοι είναι απλά μαλθακοί και επιφανειακοί, αλλά σχεδόν όλοι τους βαθύπλουτοι, και το πλήρωμα του πλοίου υπακούει ευλαβικά σε κάθε αλλοπρόσαλλη επιθυμία τους. Οι Καρλ και Γιάγια δεν διαθέτουν τις ίδιες «πλάτες», έχουν όμως το διόλου αμελητέο όπλο της ομορφιάς, διαμέσου της οποίας η σύντροφος «εξαργυρώνει» τις θέσεις του ζευγαριού στους κλειστούς κύκλους των ελίτ.
Μπορεί η σάτιρα του Έστλουντ να είναι εξόφθαλμη και όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη στους συμβολισμούς της, δεν παύει όμως να είναι χορταστική στο γέλιο που προσφέρει. Στόχος της, να αποδομήσει βιτριολικά σύγχρονες παθογένειες, όπως το υποκριτικό αφήγημα των προνομιούχων περί συμπεριληπτικότητας. Ένα από τα πιο εύστοχα παραδείγματα δίνεται στην σπαρταριστή εναρκτήρια σεκάνς, όπου η βιομηχανία της ένδυσης προβαίνει σε στυγνό διαχωρισμό των καταναλωτών, κατατάσσοντάς τους σε target group και προσεγγίζοντάς τους ανάλογα με το κοινωνικό τους στάτους. Λίγο αργότερα, στο κρουαζιερόπλοιο, μια πάμπλουτη παραθερίστρια που συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο πλουσιόπαιδο απαιτεί με το έτσι θέλω να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην ίδια και το υπηρετικό προσωπικό (όπως αναμενόταν, η προσχηματική «λύση» που εισηγείται είναι ένα επιφανειακά αυτάρεσκο ημίμετρο). Υπακούοντας στις παραινέσεις της, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν προσωρινά τα πόστα τους, να φορέσουν μαγιό, να κάνουν τσουλήθρα και να βουτήξουν στη θάλασσα, χωρίς φυσικά να το διασκεδάζουν, αλλά μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τα εξωφρενικά καπρίτσια της ισχυρής «πελάτισσας» (έτσι κι αλλιώς, η ταινία καθιστά σαφές σε όλους τους τόνους ότι στον καπιταλισμό ο -πλούσιος- πελάτης έχει πάντα δίκιο/προτεραιότητα).
Καταλύτης για να φτάσουμε στην ανατροπή του ειδυλλιακού σκηνικού είναι η ατυχής έκβαση του καθιερωμένου δείπνου που είθισται να παραθέτει ο καπετάνιος (στον ρόλο ο χολιγουντιανός Γούντι Χάρελσον) στους επιβάτες. Εκδικητικός προς τις ελίτ, ο πλοίαρχος επιλέγει επίτηδες να εμφανιστεί την πλέον ακατάλληλη μέρα, με το πλοίο να εισέρχεται σε πεδίο βαρομετρικού χαμηλού. Το ακατάσχετο κούνημα προκαλεί ναυτία στους επιβάτες και τελικά όλοι μαζί ξερνούν το πανάκριβο γκουρμέ φαγητό που τους σερβιρίστηκε, κηλιδώνοντας το προσεγμένο «περιτύλιγμά» του εαυτού τους με όλα όσα κρύβονται κάτω από αυτό! Ωφελούμενη από το άψογο τεχνικό αποτέλεσμα της απόδοσης των στιγμών της φορτούνας στο πλοίο (για αρκετά λεπτά η κινηματογράφηση παραπέμπει σε εκκρεμές), η συμβολική σκηνή βάζει «βόμβα» στα θεμέλια των αποκρουστικών κοινωνικών δομών, ενώ στη συνέχεια δίνει τη σκυτάλη σε μια σεκάνς ιδεολογικής σύγκρουσης ανάμεσα σε ένα παράδοξο ντουέτο: Από τη μια πλευρά ένας Ρώσος ολιγάρχης (Ζλάτκο Μπούριτς), και από την άλλη ο καπετάνιος, ένας Αμερικανός… κομμουνιστής! Στα τελειώματα αυτού του απρόσμενου διαξιφισμού, ο μεθυσμένος αρχικαπιταλιστής ανακοινώνει από τα μεγάφωνα ότι «το πλοίο βυθίζεται», προκαλώντας πανικό στους επιβάτες, μόνο και μόνο για να επανέλθει λίγο αργότερα ξεκαθαρίζοντας ότι όλο αυτό ήταν μια φάρσα προς εκείνους. Πέρα από το γέλιο που βγάζει η σκηνή, το παραλήρημα του μεγιστάνα προοικονομεί σε πολλά επίπεδα την αλλαγή φρουράς στα κλιμάκια της εξουσίας, ιδίως όταν εκείνος ξεστομίζει ότι το «το πλοίο έχει νέο κυβερνήτη».

Στο τρίτο μέρος, οι ανέμελοι ταξιδιώτες περνούν με βίαιο τρόπο από τη χλιδή και τον -κυριολεκτικά εμμετικό- καθωσπρεπισμό της πολυτελούς κρουαζιέρας στις αντιξοότητες της επιβίωσης σε ένα ερημονήσι. Εκεί, αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια αλληλουχία σατιρικών σεκάνς για τις κοινωνικές ανισότητες, τα έμφυλα στερεότυπα και τους αδηφάγους καπιταλιστές (ένα δοκιμασμένο θεματικό μοτίβο για τον Σουηδό σκηνοθέτη), μετατρέπεται σε ένα ξέφρενο roller coaster αντιστροφής ρόλων και κυριαρχικών μοντέλων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το τελευταίο κομμάτι της ταινίας είναι γυρισμένο στην παραλία της Χιλιαδούς στην Εύβοια, εκεί όπου βρίσκουν καταφύγιο οι ελάχιστοι διασωθέντες επιβάτες του πλοίου μετά από μια επίθεση πειρατών. Εκεί, με το χρήμα να μην έχει πλέον καμία αξία, τα ηνία από τους προύχοντες παίρνει η υπηρέτρια Άμπιγκεϊλ (Ντόλι Ντε Λεόν), η οποία ως εκπρόσωπος της εργατικής τάξης είναι η μόνη μυημένη στα μονοπάτια της επιβίωσης και μπορεί να εξασφαλίσει φαγητό στους υπόλοιπους. Στον αντίποδα, οι εκπρόσωποι των ανώτερων τάξεων αποδεικνύονται ανίκανοι να συμβάλουν στο οτιδήποτε εκτός από το να παρασιτούν και να επιζητούν τα -έτοιμα- υλικά αγαθά, όπως ακριβώς συνέβαινε και πριν οδηγηθούν στην απομόνωση (με τη μόνη διαφορά ότι τότε αυτά που κυνηγούσαν ήταν πιο πολυτελή και δευτερεύοντα ως ανάγκες!).
Στο -φαινομενικά- έρημο νησί, το ανακάτεμα της τράπουλας της κοινωνικής (αναδι)οργάνωσης και η αντιστροφή της ιεραρχίας δίνουν έμφαση αφενός στη διαφθορά της εξουσίας (οι αναδυόμενοι ηγέτες της εργατικής τάξης αποδεικνύονται το ίδιο σαθροί με τους προηγούμενους) και αφετέρου στα επίμονα ένστικτα αυτοσυντήρησης που καθοδηγούν την ανθρώπινη υποτέλεια, πιστοποιώντας ότι ανεξαρτήτως κοινωνικού (πατριαρχία ή μητριαρχία) ή πολιτικού συστήματος (καπιταλισμός ή κομμουνισμός), οι παθογένειες και κυρίως οι υλιστικές αντιλήψεις παραμένουν βαθιά ριζωμένες στα μέλη της -νέας- κοινωνίας: Το μόνο που αλλάζει είναι ότι το φαγητό αντικαθιστά το χρήμα και τους followers, ενώ η ανδρική σεξουαλικότητα παίρνει τη θέση της γυναικείας ως όχημα ανέλιξης. Κάπως έτσι, ο Καρλ, που μέχρι πρότινος αναμασούσε την «καραμέλα» περί ισότητας των φύλων και πρόσαπτε στη Γιάγια ότι βολεύεται στο να διαιωνίζει τα έμφυλα στερεότυπα της γυναίκας-τρόπαιου (σ.σ. φοβερή η αυτοβιογραφική σεκάνς του δείπνου στο εστιατόριο, όπου το άνεργο μοντέλο ξεσπά σε ένα «κατηγορώ» κατά της ινφλουένσερ συντρόφου του με αφορμή την τάση της τελευταίας να αποφεύγει να πληρώσει τον λογαριασμό), δέχεται να αντικειμενοποιηθεί πλέον ο ίδιος, ξεπουλώντας το σώμα του για λίγη τροφή και μάλιστα επιζητά καταφύγιο στην ασφάλεια-προστασία της νέας ισχυρής -θηλυκής- μονάδας.
Κάτι που μένει ως απαύγασμα μετά την πτώση των τίτλων τέλους, είναι ότι κανείς από τους πάλαι ποτέ προνομιούχους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες του έργου δεν άλλαξε ριζικά, κανείς δεν βελτίωσε τις δεξιότητές του ώστε να γίνει πιο χρήσιμος, κανείς δεν διδάχθηκε ούτε και συνειδητοποίησε τη ματαιότητα της προηγούμενης (;) ζωής του. Ακόμη και ο Ρώσος ολιγάρχης, που όταν βρέθηκε σε μειονεκτική θέση άφησε κατά μέρος τις συντηρητικές κορόνες του αγαπημένου του Ρόναλντ Ρίγκαν και καταδέχθηκε να επικαλεσθεί προς ιδίον όφελος τη φράση του Καρλ Μαρξ -που προηγουμένως λοιδορούσε-, «Από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», επί της ουσίας συνέχισε να κινείται εκ του ασφαλούς στον χώρο του ωμού οπορτουνισμού. Σαν να μην έφταναν αυτά, η πολυπόθητη ισότητα δεν ήρθε ποτέ, διότι οι νέοι επικεφαλής δεν ήταν ποτέ πρόθυμοι να αποχωριστούν τα προνόμια που τους διαχώρισαν από τα κατώτερα στρώματα. Έτσι, όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας κατέληξαν να προσπαθούν να προσαρμοστούν στους νέους τους ρόλους, οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν προσαρμοσμένοι ωσάν δορυφόροι στην τροχιά ενός παραλλαγμένου υλιστικού μοντέλου. Τελικά, η ανθρώπινη φύση είναι εμποτισμένη με ανεξίτηλα τέτοια κατάλοιπα, και ούτε η επιστροφή στις πρωτόγονες ρίζες μοιάζει ικανή να τα εξαλείψει.
«Το Τρίγωνο της Θλίψης» θα έφτανε στα ίδια επίπεδα με το «Τετράγωνο», πρώτον, εάν ο σχολιασμός του ήταν λίγο λιγότερο χτυπητός, και δεύτερον, εάν είχε έναν πιο προσεγμένο κεντρικό άξονα πλοκής, χωρίς κάποιες σεναριακές υπερβολές και κενά που διακρίνονται εδώ. Από ένα σημείο και μετά, ο προφανής χαρακτήρας συμβολισμού που λαμβάνει το έργο εξυπηρετεί στην παραγραφή των παραπάνω ατοπημάτων, ωστόσο δεν παύει να ισχύει ότι εάν απομονωθεί η κεντρική ιστορία από τη σάτιρα, η ταινία χάνει ένα σημαντικό κομμάτι της δυναμικής της. Και σίγουρα υπολείπεται παραπλήσιων προσπαθειών που κατάφεραν να ισορροπήσουν με θαυμαστό τρόπο τη σάτιρα και την εξιστόρηση, όπως τα βραβευμένα με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας «Παράσιτα» (2019).