του Νίκου Γαργαλάκου
Μετά από μια δεκαπενταετία ανομβρίας και απραγματοποίητων πρότζεκτ, ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος Τοντ Φιλντ επιστρέφει ταράζοντας τα νερά της φετινής οσκαρικής σεζόν με το «Tár», ένα ψυχολογικό δράμα-μοντέρνο στοχασμό πάνω στη διαβρωτική ισχύ της εξουσίας και την επίδραση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων στις εύθραυστες δυναμικές των σχέσεών της. Πρωταγωνίστρια η Κέιτ Μπλάνσετ στον ρόλο της Λίντια Ταρ, της πρώτης γυναίκας μαέστρου στα χρονικά της Φιλαρμονικής του Βερολίνου και μιας εκ των κορυφαίων εν ζωή στο πεδίο της. Πρόκειται για μια χαρισματική, ταλαντούχα και γεμάτη αυτοπεποίθηση γυναίκα, η οποία έχει αφήσει το στίγμα της στον ανδροκρατούμενο κόσμο της κλασικής μουσικής. Εμείς τη συναντάμε στο απόγειο της δόξας της, σε μια περίοδο όπου προετοιμάζει τόσο την παρουσίαση της αυτοβιογραφίας της όσο και την πολυαναμενόμενη ζωντανή εκτέλεση της Πέμπτης Συμφωνίας του Μάλερ, μαζί με την ορχήστρα της.
Για όσους αναρωτιέστε αν υπάρχει όντως η Λίντια Ταρ, η απάντηση είναι αρνητική. Παρ’ όλα αυτά, η περίπτωσή της προσομοιάζει εκ πρώτης όψεως με την Αμερικανή διευθύντρια ορχήστρας Μάριν Άλσοπ, τόσο από άποψη βιογραφικού σημειώματος όσο και από αυτή του δεδηλωμένου σεξουαλικού προσανατολισμού. Βέβαια, η ταινία δεν διηγείται μια «εμπνευστική» ιστορία ανέλιξης που να καθιστά την ηρωίδα της προτρεπτικό παράδειγμα, και αυτή είναι μια παράμετρος που διαχωρίζει τη θέση του fictional χαρακτήρα με τις επιφανείς πηγές έμπνευσής του. Επί της ουσίας, το «Tár» συνιστά ένα χρονικό «εργοδοτικής ασυδοσίας» και επακόλουθης πτώσης.
Προσοχή! Η παρούσα ανάλυση περιέχει SPOILERS για την ταινία. Διαβάστε μόνον αφότου έχετε δει το έργο.
Στα ενδότερα του δοχείου της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας της Ταρ συνυπάρχουν η ευλογία και η κατάρα: Από τη μια το ταλέντο και η εμπνευσμένα δημιουργική φύση, μαζί με τη μαγνητιστική, επιβλητική παρουσία μιας διεθνούς φήμης μαέστρου που προορίζεται να αφήσει εποχή, και από την άλλη η υπεροψία και η συνακόλουθη αυθαιρεσία της εξουσίας της. Στις εναρκτήριες σεκάνς, το απόσπασμα από ένα κονσέρτο διαδέχεται μια συνέντευξη με τη δημιουργό, δίνοντας μια πρώτη γεύση από την ευλογία: Η Ταρ διευθύνει την ορχήστρα με ατσάλινη πυγμή, ενώ λίγο αργότερα καθοδηγεί με την ίδια χαρακτηριστική άνεση τη συζήτηση με τον συνεντευξιαστή της ενώπιον ζωντανού κοινού, ξεδιπλώνοντας το χιούμορ, τις γνώσεις, τη φιλοσοφία και την καλλιτεχνική της θεώρηση. Ο φακός αποτυπώνει μια παρουσία που κυριαρχεί και μονοπωλεί το προσκήνιο του -υπερυψωμένου- χώρου της, ενώ η ενέργεια, το κύρος και το απαύγασμα της καλλιτεχνικής της σοφίας πλημμυρίζουν την κατάμεστη αίθουσα που παρακολουθεί συνεπαρμένη. Το ίδιο συμβαίνει και στις πρόβες, όπου η παθιασμένη και άκρως απαιτητική Ταρ καθοδηγεί τα μέλη της ορχήστρας με το μοναδικό της αισθητήριο, δίνοντας σε όλους την εντύπωση ότι πλέουν σε ασφαλή νερά.
Λίγο αργότερα, είναι η σειρά της κατάρας: Προσκεκλημένη να παραδώσει ένα masterclass στη Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, η μαέστρος φθάνει στο σημείο να ισοπεδώσει χλευαστικά την κοσμοθεωρία ενός πάμφυλου φοιτητή (σ.σ. άτομο που ταυτίζεται με κάθε ταυτότητα φύλου που είναι γνωστή σε αυτό), ο οποίος αρνείται να δείξει ενδιαφέρον για λευκούς ετεροφυλόφιλους κλασικούς συνθέτες όπως ο Μπαχ. Μέσα από έναν ομολογουμένως εύστροφα δομημένο και μεστό λόγο, η Λίντια μοιάζει να προσπαθεί να ενθαρρύνει τους μαθητές να κοιτάξουν πέρα από το επιφανειακό στάτους που ίσως τους αποστασιοποιεί από έναν καλλιτέχνη, και να επικεντρωθούν στην ουσία της μουσικής του. Παρότι το μήνυμα που θέλει να περάσει είναι σωστό, ο τρόπος με τον οποίο το επιβάλει καταλήγει να είναι αχρείαστα αιχμηρός και αφοριστικός απέναντι στον συνομιλητή της, δίνοντας μια πρώτη εικόνα ενός ανθρώπου που απαιτεί το κέντρο της προσοχής -και της αποδοχής. Το αίσθημα αυτό επιτείνει η εξαίσια κινηματογράφηση της σκηνής, από το κάδρο της οποίας εκτοπίζεται σταδιακά ο φοιτητής και υπερισχύει απολυταρχικά η μαέστρος. Μέχρι τη στιγμή που ο πρώτος αποφασίζει να εγκαταλείψει την αίθουσα νευριασμένος, η φιγούρα του έχει περάσει ήδη στο μακρινό παρασκήνιο, μετατρέποντάς τον σε ασήμαντη, «ενοχλητική» λεπτομέρεια. Άλλωστε, η ναρκισσιστική αύρα είναι σταθερά παρούσα στον τρόπο που η κάμερα του Φλόριαν Χόφμαϊστερ απεικονίζει τον κόσμο της Ταρ: Εκείνη στο προσκήνιο, και όλοι οι υπόλοιποι να περιστρέφονται γύρω της.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, η εμπρηστική ζέση με την οποία η Ταρ επιχειρηματολογεί υπέρ του διαχωρισμού του έργου από τις πράξεις του καλλιτέχνη, ίσως υποδηλώνει μια ενδόμυχη επιθυμία να κριθεί και η ίδια στο μέλλον με τα ίδια μέτρα και σταθμά.
Το βαρύ όνομα που έχει χτίσει η μαέστρος, σε συνδυασμό με την υψηλά ιστάμενη θέση της, της χορηγούν μια ψευδή εντύπωση ασυλίας που την παρασύρει στο να κινεί τα νήματα ακόμη και έξω από το πλαίσιο των άμεσων καθηκόντων της, χειραγωγώντας αρχαιρεσίες, διαδοχές και ανακατατάξεις στα κλιμάκια της φιλαρμονικής. Υποκινείται από τα διαισθητικά ένστικτα και τα ερωτικά πάθη της, στα οποία παραχωρεί το πηδάλιο και τα εμπιστεύεται τυφλά ως αναπόσπαστα κομμάτια της καλλιτεχνικής της φύσης, ενώ διακατέχεται από άγνοια κινδύνου για τις επιπτώσεις των «μαγειρεμάτων» στην εικόνα της. Αυτό την οδηγεί σε μια αυτάρεσκα καθησυχαστική πεποίθηση ότι οι παρασκηνιακές της ενέργειες και το καθεστώς ευνοιοκρατίας που συντηρεί συμβάλλουν υπερβατικά προς το να υπηρετηθεί ένα «ανώτερο» καλλιτεχνικό όραμα, αδιαφορώντας για τις παράπλευρες απώλειες -σε καριέρες και ζωές. Στην καλύτερη ερμηνεία της χρονιάς, η Μπλάνσετ, η οποία κάνει απόλυτα κτήμα της τον χαρακτήρα, αποτυπώνει με εκπληκτική αληθοφάνεια την αλαζονική υπεροχή που αποπνέει η ιδιοσυγκρασία του, όπως και το ευρύ φάσμα από ναρκισσιστικές τάσεις και χειριστικές συμπεριφορές που σημαδεύει τις ημέρες της δόξας του, τόσο στον χώρο εργασίας όσο και στην προσωπική του ζωή (η αλληλεπίδραση με τη σύζυγο -και πρώτο βιολί στην ορχήστρα της- και την υιοθετημένη κόρη τους). Όμως αυτή είναι μόνο η επιφανειακή όψη του νομίσματος του χαρακτήρα, και η Μπλάνσετ δεν λαθεύει ούτε στη άλλη· την αθέατη και γεμάτη ρωγμές: Στις αυστηρά μοναχικές της στιγμές, βλέπουμε την ηρωίδα να εκδηλώνει μανία καταδίωξης και να υποφέρει από μια υποδόρια αγωνία, σαν υποσυνείδητη ενοχή ή ένστικτο ότι κάτι ακαθόριστο πρόκειται να πάει στραβά. Όμως, κανένα «καμπανάκι» κινδύνου δεν είναι ικανό ώστε να αλλάξει τη ρότα της…
Οι ευεργετηθέντες του καθεστώτος της Ταρ εναλλάσσονται συνεχώς, σαν τους τυχερούς αριθμούς σε ρουλέτα. Θα το διαπιστώσει από την καλή κι απ’ την ανάποδη η Κρίστα Τέιλορ, ένα πρώην μέλος του προγράμματος υποτροφιών του οποίου ηγούνταν η Λίντια. Στο παρελθόν, η μπίλια είχε καθίσει και σε εκείνη, που -όπως μαθαίνουμε- συνδέθηκε με τη μέντορά της σε μια βραχύβια σχέση, με το σεξ ως συναλλακτικό μέσο. Όταν αυτός ο εφήμερος δεσμός ξεθύμανε και διαλύθηκε, η Λίντια αποφάσισε να αντιμετωπίσει με κυνισμό τις προσεγγίσεις της εύθραυστης Κρίστα, ορθώνοντας μάλιστα εμπόδια στη σταδιοδρομία της μέσα από προειδοποιητικές επιστολές προς τους υποψήφιους εργοδότες της. Δεν είναι καθόλου απίθανο, και σίγουρα διόλου αταίριαστο για έναν ισχυρογνώμονα, ανένδοτο σε εκπτώσεις χαρακτήρα όπως αυτός της Ταρ, οι αρνητικές «συστάσεις» να απηχούσαν μια ειλικρινή -αν και ψυχρά αποστερημένη από συναίσθημα- αξιολόγηση καταστάσεων εκ μέρους της. Ωστόσο, συντριπτικά περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει το σενάριο να διαισθάνθηκε κάποιου είδους απειλή για τη θέση της σε περίπτωση δημοσιοποίησης του αφηγήματος της Κρίστα, κάτι που την ώθησε στο να κάνει εκείνη το πρώτο βήμα, παρουσιάζοντάς την πάλαι ποτέ προστατευόμενή της ως ψυχικά ασταθές και εμμονικό άτομο. Έτσι, η μαρτυρία της Κρίστα δεν θα είχε κανένα έρεισμα. Σε κάθε περίπτωση, το μοτίβο κατά το οποίο οι επιλογές της Ταρ στρέφονται ενάντια σε πρώην ευνοούμενές της, και αντ’ αυτού προς όφελος νεαρών προστατευόμενων κοριτσιών νέας εσοδείας, είναι επαναλαμβανόμενο και ενδεικτικό μιας αδυναμίας -και ανευθυνότητας- να σταθμίσει καταστάσεις που εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους τόσο για τους άλλους, όσο και για την ίδια.
Οι αποφάσεις της Ταρ δεν θα διστάσουν να φράξουν τον δρόμο ακόμα και στον πιο στενό κύκλο αυλικών της. Ο λόγος για την προσωπική βοηθό και πρώην ερωμένη, Φραντσέσκα (Νοεμί Μερλάν), η οποία γνωρίζει όλα τα ένοχα μυστικά της μαέστρου. Μετά την αυτοκτονία της απελπισμένης Κρίστα, η οποία αφήνει πίσω της ένα γράμμα με καταγγελτικό περιεχόμενο ενάντια στη Λίντια, η τελευταία βρίσκεται στο προσκήνιο ενός σκανδάλου με ανεξέλεγκτες προεκτάσεις. Σε αυτή την κρίσιμη καμπή, η ταινία εμβαθύνει στις εναλλασσόμενες δυναμικές των σχέσεων εξουσίας, σε μια -σημερινή- περίοδο κυριαρχίας των προοδευτικών κινημάτων (βλ. #metoo) όπου τα «άβατα» των εξουσιαστών έχουν πάψει να μένουν στο απυρόβλητο: Καθώς ολοένα και περισσότερα κορίτσια μιλούν, προσθέτοντας στη μαρτυρία της Κρίστα, οι υποτακτικές και οι ευνοούμενες της Ταρ επαναστατούν εναντίον της, ή αντίστοιχα αποστασιοποιούν τη θέση τους από εκείνη, αντιλαμβανόμενες ότι η καρέκλα της έχει αρχίσει να τρίζει. Έτσι, η πρωτοπόρα μαέστρος θα εμπεδώσει με τον πιο τραυματικό τρόπο ότι, στην εποχή μας, η αναγνωρισιμότητα και τα υψηλά αξιώματα δεν ισοδυναμούν απαραίτητα με λευκή επιταγή, αλλά αντιθέτως είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με ένα αυστηρό πλέγμα ευθυνών που εάν δοθεί πάτημα θα περάσουν από εξονυχιστικό πρίσμα ελέγχου. Ή, με λιγότερα λόγια, ότι η κοινωνία είναι πλέον πιο έτοιμη από ποτέ να ακούσει τα θύματα και να τους δώσει φωνή.

Πάντως μην πιστέψετε ούτε για μια στιγμή ότι ο Φιλντ φιλοτεχνεί μια αγιογραφία της σύγχρονης εποχής. Ένα εκδικητικό βίντεο συκοφαντικού περιεχομένου από το συμβάν της Σχολής Τζούλιαρντ, μονταρισμένο από τους πολέμιους της Ταρ, προσαρμόζει την «πραγματικότητα» κατά το δοκούν, πιστοποιώντας ότι διανύουμε ημέρες όπου τα καλοστημένα αφηγήματα είναι το παν. Ο όχλος των κοινωνικών δικτύων τρέφεται από το κουτσομπολιό και την τοξικότητα, οι «προοδευτικοί» προχωρούν σε ενοχλητικά τσουβαλιάσματα, και τελικά το απολυταρχικό «κόσκινο» της πολιτικής ορθότητας αποκτά χαρακτήρα ιεράς εξέτασης. Ο κόσμος της Ταρ, μαζί με τη σοβαροφάνεια του υψηλού του κύρους, είναι κι αυτός μια καλοστημένη βιτρίνα. Και τελικά, κάποιος πρέπει να την πληρώσει για λογαριασμό όλων όσων υποκρίνονται: Εκείνος που τα άπλυτά του θα βγουν στη φόρα, εκείνος που δεν θα μπορέσει να κρατήσει οχυρωμένο το δικό του αφήγημα, τη δική του βιτρίνα.
Η σταδιακή ανατάραξη της μεγαλοαστικά οριοθετημένης -και προστατευτικά αποκομμένης- ζώνης ασφαλείας της Ταρ, θα σηματοδοτήσει την περαιτέρω ολίσθησή της στη δίνη της ψυχολογικής αστάθειας. Ακόμη χειρότερα, θα αποδειχθεί άτυπος προθάλαμος της πλήρους αποκαθήλωσής της από το καλλιτεχνικό στερέωμα της Δύσης, κάτι που θα σημάνει τη δραστική επιδείνωση της πνευματικής της υγείας. Η εν λόγω κατάληξη υπονοείται με θαυμαστή αφηγηματική οικονομία σε μια σειρά από αινιγματικά καρέ, και τελικά εδραιώνεται ανατριχιαστικά στην έξοχη σεκάνς του βίαιου ξεσπάσματος της πρωταγωνίστριας κατά την έναρξη της ζωντανής ηχογράφησης της Πέμπτης Συμφωνίας του Μάλερ, ενώπιον ενός παγωμένου κοινού. Η απομόνωση της Ταρ και σε προσωπικό επίπεδο (σ.σ. διάλυση της οικογένειάς της και απώλεια της επιμέλειας του παιδιού της) θα δρομολογήσει τάσεις φυγής και επιστροφή στις ταπεινές «ρίζες» (σ.σ. οι εργατικές συνοικίες της γενέτειρας Στάτεν Άιλαντ στη Νέα Υόρκη), ενώ κατόπιν αυτού η μαέστρος θα διαβεί το κατώφλι της αυτοεξορίας, μεταπηδώντας στην Ανατολή, όπου θα βρει δουλειά σε μια άσημη ορχήστρα των Φιλιππίνων. Όπως θα δούμε, η εξέλιξη αυτή πρόκειται να δώσει μια κοινωνικοταξική διάσταση στην προτέρα ανάδυση του τοξικού εξουσιάζοντος εαυτού και τη μετέπειτα συνειδητοποίηση/θεραπεία (;) της αρρώστιας του.
Νωρίτερα, η ταινία έχει φιλοξενήσει ενδεικτικά παραδείγματα του ανωτέρω παραλληλισμού μεταξύ των απομονωμένων -και αποστερημένων από ενσυναίσθηση- κορυφών τόσο της εξουσίας όσο και της ελίτ των βαθύπλουτων. Ας εστιάσουμε στο πραγματικό καταφύγιο της Ταρ, το οποίο δεν ήταν ποτέ η υπερπολυτελής οικεία της, αλλά το παλιό βερολινέζικο διαμέρισμα με το οποίο είχε δεθεί συναισθηματικά, και πλέον χρησιμοποιούσε περιστασιακά ως χώρο έμπνευσης και ανασύνταξης. Εκεί, παρουσιάζει ενδιαφέρον η αλληλεπίδραση με μια ψυχικά νοσούσα γειτόνισσά της, η οποία διαβιούσε σε ένα «κατώτερης τάξης» νοικοκυριό με αποκλειστικό μέλημα τη φροντίδα της ετοιμοθάνατης μητέρας της: Αρχικά, η μαέστρος έτεινε να ενοχλείται από τις κρούσεις της γειτόνισσας, εν συνεχεία είχε εμφανιστεί αηδιασμένη με τις κακές συνθήκες διαβίωσης στο διαμέρισμα της γυναίκας, όμως αργότερα, αφότου πλέον είχε πάρει μια γεύση από τη δική της αποκαθήλωση, είχε αρχίσει να νιώθει άσχημα για την έως τότε στάση της και τελικά κατέληξε ένθερμη υπερασπίστριά της. Αυτό το ταξικό χάσμα και τη γεφύρωσή του, που η Ταρ είναι σαν να την ενθαρρύνει με τις τάσεις φυγής της (αποσπασματικές αρχικά, ολομέτωπες στη συνέχεια), η ταινία τα επικοινωνεί με κινηματογραφικό τσαγανό μέσα από καυστικές σεκάνς (η επίσκεψη της οπορτουνίστριας αδελφής της εκτοπισμένης γειτόνισσας και το επακόλουθο βιτριολικό παραλήρημα της Ταρ). Ταυτόχρονα, εύστοχη είναι και η μεταφορική λειτουργία σκηνών όπως αυτή της περιήγησης της Λίντια στα υπόγεια της τρώγλης όπου διαβιοί η Όλγα (Σόφι Κάουερ), μια όμορφη και ταλαντούχα Ρωσίδα μετανάστρια, νυν ερωτικός πόθος της μαέστρου και τελευταία προσθήκη στην ορχήστρα της: Η Ταρ αποχωρεί τρομοκρατημένη και πάνω στη βιασύνη της σκοντάφτει στα σκαλοπάτια της εξόδου, στραπατσάροντας το πρόσωπό της. Είναι μια γεύση από τη στραπατσαρισμένη φήμη -και εγωισμό- που θα της αφήσει προίκα αυτό το αλισβερίσι με την -προσωρινά- εξαρτώμενη από εκείνη εκπρόσωπο της βάσης της κοινωνικής πυραμίδας.
Η ταινία ανταποκρίνεται εις το έπακρο στην ενδοσκοπική φύση ενός άρτια δομημένου ψυχολογικού δράματος, ξετυλίγοντας το κουβάρι του τσαλαπατημένου εγωισμού της Ταρ, και παράλληλα φωτίζοντας τις σκιές των Ερινύων που τριβελίζουν το μυαλό της. Μακριά από τις περφόρμανς των κονσέρτων και το αδιαπέραστο προσωπείο των διαπροσωπικών της σχέσεων, μια αθέατη πλευρά της Λίντια αποκαλύπτεται κατά τις στιγμές στις οποίες μένει μόνη με τον εαυτό της: Χρόνια άλγη, αυξανόμενη ευαισθησία στον ήχο, στοιχειωτικά γυναικεία ουρλιαχτά και ενοχοποιητικές ονειρικές σεκάνς, εισάγουν σε ένα δαιδαλώδες δίκτυο αναδυόμενων τύψεων συνειδήσεως. Αποκορύφωμα, η άψογα σημειολογημένη σκηνή στο ασιατικό μασατζίδικο, πλησίον του φινάλε, όπου η Λίντια καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε σεξουαλικά πρόθυμες, «παρατεταγμένες ωσάν ορχήστρα» νεαρές μασέρ· μια οικεία εικόνα που πλέον της προκαλεί έντονη δυσφορία. Η σκηνή πιστοποιεί ότι η κεντρική ηρωίδα, όντας πια ατιμωμένη και (ξανά)προσγειωμένη στη γη, έχει αναπτύξει, ή ορθότερα, επανακάμψει σε ένα διαφορετικό επίπεδο ενσυναίσθησης όσον αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στα σχέδιά της. Πιο προσιτή από ποτέ, βαδίζει σε μια τελική ευθεία προς την κάθαρση, η οποία μπορεί κάλλιστα να επέλθει διευθύνοντας το μουσικό σκορ για μια σειρά βιντεοπαιχνιδιών μπροστά σε ένα κοινό από cosplayers στα πλαίσια του πασίγνωστου φεστιβάλ Comic-Con.
Είναι άραγε αυτή η έκβαση μια ειρωνική νύξη στις χαμένες προοπτικές μιας μεγάλης καλλιτέχνιδος, ή μήπως μια υπογράμμιση του ευτυχήματος να δημιουργεί και να μεταλαμπαδεύει με πραγματικό επαγγελματισμό σε ανθρώπους που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχαν καμία πρόσβαση στον κόσμο της; Ό,τι και να ισχύει, το σίγουρο είναι ότι για μια άλλοτε μαχητική υπέρμαχο των κλασικών δημιουργών, η Ταρ πρέπει να έχει αναθεωρήσει πολλά -ή να έχει ρίξει πολύ νερό στο κρασί της- για να πραγματοποιεί ένα τέτοιο άνοιγμα στο κοινό της ποπ κουλτούρας. Και ίσως αυτή είναι και η μοίρα των ατιμωμένων καλλιτεχνών του #metoo: Να εκτίσουν την «ποινή» τους και έπειτα να επανεφεύρουν τον εαυτό τους, ειδάλλως να περάσουν οριστικά στη σφαίρα της λήθης. Στην περίπτωση της μαέστρου Ταρ, αυτή η επανεφεύρεση του καλλιτεχνικού «είναι» παίρνει αποστάσεις από τις ελιτίστικες αγκυλώσεις που επικρατούν στο σύγχρονο δυτικό οικοδόμημα της υψηλής τέχνης (σ.σ. ένα από τα στοιχεία στα οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση η ταινία), υποδεικνύοντας τον αναζωογονητικό ρόλο του «ανοίγματος» σε ένα ευρύτερο κοινό.
Τελικά, η Κέιτ Μπλάνσετ όντως «κεντάει» στον fictional ρόλο της πρωτοπόρου μαέστρου κλασικής μουσικής Λίντια Ταρ, όμως το ψυχολογικό δράμα του Τοντ Φιλντ είναι κάτι παραπάνω από μια μεγάλη ερμηνεία. Αυτός ο μοντέρνος στοχασμός πάνω στη διαβρωτική ισχύ της εξουσίας, υπό το εξονυχιστικό πρίσμα ελέγχου του #metoo που φυσικά αλλάζει όλη την εξίσωση, ξεχωρίζει ως κινηματογραφική γραφή τόσο χάρη στη μοντέρνα άσκηση ύφους όσο και στον καίριο, ενίοτε υποδόρια καυστικό σχολιασμό. Είναι πρώιμο να τη χαρακτηρίσουμε ως την ταινία της χρονιάς; Ίσως. Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα μιλάμε για το σημείο αναφοράς της φετινής οσκαρικής σεζόν.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “«Tár»: Η Κέιτ Μπλάνσετ κρατά τη μπαγκέτα στην ταινία της χρονιάς”