Κριτική: «Η Χώρα του Θεού» («Vanskabte Land» / «Godland», 2022)

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας νεαρός Δανός ιερέας στέλνεται από τη Λουθηρανική Εκκλησία σε μια παράτολμη αποστολή: Να ταξιδέψει σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Ισλανδίας (μέρος τότε της Δανίας) με στόχο να χτίσει μια εκκλησία, αλλά και να υπηρετήσει μια δική του επιθυμία, απαθανατίζοντας για πρώτη φορά φωτογραφικά τους κατοίκους της περιοχής. Ωστόσο, όσο προχωράει μέσα στο δύσβατο, αφιλόξενο τοπίο, τόσο απομακρύνεται από τον σκοπό του και τις δογματικές βεβαιότητες που ως τότε ακολουθούσε.

«Η Χώρα του Θεού» («Vanskabte Land» / «Godland», 2022) είναι ένα άγριας ομορφιάς υπαρξιακό οδοιπορικό, δοσμένο σε εκπληκτικό vintage τετράγωνο κάδρο που παραπέμπει σε ένα από τα κεντρικά αφηγηματικά σημεία αναφοράς της ταινίας (σ.σ. το fictional «μαύρο κουτί» με τις επτά φωτογραφίες ενός Δανού ιερέα από γυάλινα αρνητικά υγρού κολλοδίου, οι οποίες αποτύπωσαν για πρώτη φορά στην Ιστορία τη νοτιοανατολική ακτή της Ισλανδίας). Με φόντο τα απόκοσμου κάλλους παρθένα ισλανδικά τοπία, το έργο του Ισλανδού σκηνοθέτη-σεναριογράφου Χλίνουρ Πάλμασον («Μια Λευκή, Λευκή Μέρα», 2019) εμβαθύνει στην πνευματική και σωματική δοκιμασία του υποκειμένου του, ενός ανθρώπου που όσο εισχωρεί βαθύτερα στην άβυσσο του ταξιδιού του -αλλά και της ψυχής του-, τόσο πιο ξένος νιώθει προς το περιβάλλον του, την αποστολή του και σε αυτό που ο ίδιος πρεσβεύει.

Ο Λούκας (Έλιοτ Κρόσετ Χόβε), όπως ονομάζεται ο ιερέας, εισβάλλει σχεδόν υπεροπτικά στον υπό δανέζικη κυριαρχία άγνωστο κόσμο της Ισλανδίας, πορευόμενος μέσα στην αδυσώπητη μεγαλοπρέπεια του τοπίου με τη βεβαιότητα της θεϊκής συνδρομής, αλλά και την ανωτερότητα του θεόσταλτου ιεροκήρυκα που κατέφθασε για να διαφωτίσει τους «πρωτόγονους» ντόπιους. Στην εικόνα κυριαρχεί από τη μία το υγρό πράσινο της χαμηλής βλάστησης, η οποία δίνει μια αίσθηση γύμνιας και αφήνει εκείνον και τους συνταξιδιώτες του εκτεθειμένους στο ανοιχτό πεδίο, και από την άλλη το γαλαζωπό γκρι του ομιχλώδους ουρανού, το οποίο βάφει με τις θαμπές πινελιές του τον υδροφόρο ορίζοντα και τα βραχώδη τοπία. Κάπου στο μέσον της ταινίας, η εξαπλούμενη λάβα από την έκρηξη ενός ηφαιστείου (ήδη έχουμε πληροφορηθεί για την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα της περιοχής) κατακλύζει το κάδρο με έντονες αποχρώσεις του πορτοκαλί, διαρρηγνύοντας με ένταση τις έως τότε παγιωμένες χρωματικές φόρμες, σαν έμμεσο προειδοποιητικό καμπανάκι. Δεν είναι το πρώτο. Νωρίτερα, το ορμητικό ποτάμι που έχει κληθεί να διασχίσει η ομάδα, έχει δώσει μια πρόγευση των αμείλικτων και ανελέητων στοιχείων της φύσης, υποχρεώνοντας τον Λούκας σε ανώμαλη προσγείωση. Το αίσθημα αβεβαιότητας και ανησυχίας εντείνεται και μέσω του μινιμαλιστικού μουσικού σκορ της ταινίας, το abstractness του οποίου είναι τόσο πειστικά ενσωματωμένο στο κινηματογραφικό «όλον» ώστε τελικά το προσλαμβάνουμε ως προέκταση των ήχων της φύσης.

Ρόλο-κλειδί στην ιστορία διαδραματίζει ο διερμηνέας της αποστολής (Χίλμαρ Γκούντιονσον), ο οποίος λειτουργεί ως άτυπος αρωγός των διαπολιτισµικών ανταλλαγών μεταξύ Δανίας και Ισλανδίας, όντας η χείρα βοηθείας του Λούκας στην επικοινωνία με τους ντόπιους και την εξοικείωση με τον κόσμο της Ισλανδίας. Όταν αυτός ο παράγοντας παύει να υφίσταται, δυστυχώς η εξίσωση γίνεται προβληματική, με τον Δανό ιερέα να αδυνατεί να επικοινωνήσει με τον Ισλανδό οδηγό του, Ράγκναρ (Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον). Ο τελευταίος, πολύ πιο συνειδητοποιημένος σχετικά με την ταπεινή ανθρώπινη ύπαρξη και εξοικειωμένος με το φυσικό περιβάλλον, ενσαρκώνει ένα πνεύμα αυθάδειας και εμφανίζεται από περιφρονητικός έως χλευαστικός απέναντι στον -εξίσου προσβλητικό- ξένο επικυρίαρχο. Μέσα από την τριβή και την κλιμάκωση της σχέσης-σύγκρουσης μεταξύ των δύο συνταξιδιωτών, αλλά και την παρείσφρηση τρίτων, συμβιβαστικών (;) δυνάμεων (ο πατέρας που υποδύεται ο Γιάκομπ Λόμαν), ο σκηνοθέτης παραθέτει τη δική του καυστική ματιά πάνω στα υψωμένα «τείχη» του εθνικισμού.

Η εντυπωσιακή χρωματική παλέτα, η έμφαση στις μικρές λεπτομέρειες και τις ανεπαίσθητες ή πιο βίαιες εναλλαγές στο αγέρωχο φυσικό τοπίο που κάνουν την κάθε εικόνα ανεπανάληπτη, αντιπαραβάλλονται εν πρώτοις με τα ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα και αντιφάσεις, ακολούθως με τα αποκρυσταλλωμένα φωτογραφικά ντοκουμέντα (οι «περαστικοί» συνοδοιπόροι που ποζάρουν σε πλήρη ακινησία στον φακό του Δανού ιερέα) και εν συνεχεία με τα ξεθωριασμένα «αποτυπώματα» των κουφαριών, τροφοδοτώντας έναν φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στο εφήμερο -και ταπεινό- της ύπαρξής μας, ως μικρών λεπτομερειών μέσα στον αναπόδραστο κύκλο ζωής και θανάτου της φύσης (όπως η μύγα που ξαποσταίνει πάνω στις βλεφαρίδες του πρωταγωνιστή όσο εκείνος κοιμάται).

Συνοπτικά: Διά χειρός Χλίνουρ Πάλμασον, το φετινό arthouse hit του ελληνικού box-office είναι ένα άγριας ομορφιάς υπαρξιακό οδοιπορικό, δοσμένο σε εκπληκτικό vintage τετράγωνο κάδρο, με φόντο την αδυσώπητη μεγαλοπρέπεια του παρθένου φυσικού τοπίου της Ισλανδίας. Η ακαταμάχητη εικόνα, σε συνδυασμό με τον διεισδυτικά φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στο εφήμερο και το ταπεινό της ανθρώπινης ύπαρξης, καθιστούν τη «Χώρα του Θεού» ως το απόλυτο must-watch.

Βαθμολογία

Rating: 4 out of 5.
Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s