Κριτική: «The Banshees of Inisherin» του Μάρτιν ΜακΝτόνα

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Σχεδόν μια δεκαπενταετία μετά την άκρως επιτυχημένη σύμπραξή τους στο εξαιρετικό «In Bruges» («Αποστολή στην Μπριζ», 2008), οι Ιρλανδοί ηθοποιοί Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Γκλίζον συμπράττουν ξανά με τον ιρλανδικής καταγωγής Βρετανό σκηνοθέτη Μάρτιν ΜακΝτόνα, αυτή τη φορά εντός των συνόρων της πατρίδας τους, για να ξεφυλλίσουν με έμμεσο τρόπο ένα από τα μαύρα κεφάλαια της Ιστορίας της. Ας σημειωθεί ότι, κάπου ανάμεσα στις δύο αυτές συνεργασίες, ο ΜακΝτόνα βίωσε τεράστια αναγνώριση με το άνισο «Three Billboards Outside Ebbing, Missouri» («Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι», 2017), φθάνοντας μια ανάσα από τα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου. Μπορεί τελικά να μην κατέκτησε τίποτα από τα δύο, ωστόσο φέτος κυνηγά και πάλι με αξιώσεις το δεύτερο αγαλματίδιο -μετά το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους το 2006 για το «Six Shooter»-, όντας υποψήφιος όχι μόνο στις κατηγορίες της Ταινίας και του Πρωτότυπου Σεναρίου, αλλά και στο δυσπρόσιτο πεδίο της Σκηνοθεσίας.

ΥΠΟΘΕΣΗ: Η μακροχρόνια καρδιακή φιλία ανάμεσα στον αγαθό χωρικό Πάντρικ (Κόλιν Φάρελ) και τον συντοπίτη φολκ μουσικό Κολμ (Μπρένταν Γκλίζον) διαλύεται ξαφνικά, όταν ο τελευταίος αποφασίζει να αποστασιοποιηθεί για να ασχοληθεί με πιο «ουσιαστικά» πράγματα και να αφιερωθεί στο κυνήγι της υστεροφημίας. Σοκαρισμένος, ο Πάντρικ προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση τους με τη βοήθεια της αδελφής του, Σιομπάν (Κέρι Κόντον), και το σιγοντάρισμα του νεαρού συγχωριανού Ντόμινικ (Μπάρι Κέογκαν), αρνούμενος να συμφιλιωθεί με την ιδέα του οριστικού τέλους της μεταξύ τους επαφής. Όμως ο Κολμ είναι ανένδοτος, και θα χρησιμοποιήσει ό,τι περνά -ή κόβεται!- (pun intended) από το χέρι του για να διατρανώσει την αμετακίνητη στάση του και να αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια επανασύνδεσης.

Προσοχή: Ακολουθούν spoilers για την ταινία!

Με φόντο την άγρια φυσική ομορφιά των βραχωδών ακτών και των γραφικών καταπράσινων λόφων, η δράση του «The Banshees of Inisherin» («Τα Πνεύματα του Ινισέριν») τοποθετείται στα 1923 και το απομακρυσμένο φανταστικό νησί του Ινισερίν, κοντά στα τελειώματα του Ιρλανδικού Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος μαίνεται στο μακρινό παρασκήνιο. Εστιάζοντας στην ανέπαφη από ένοπλες συρράξεις αγροτική κοινότητα του νησιού, οι τραγικές συνέπειες της απότομης ρήξης στη σχέση των δύο φίλων, από τη μια μεριά του Πάντρικ, ενός ξέγνοιαστου απλοϊκού ανθρώπου, και από την άλλη του Κολμ, ενός -κατά 15-20 έτη μεγαλύτερου- βιολιστή με υπαρξιακές ανησυχίες, λειτουργεί ακριβέστερα ως καυστική αλληγορία του εμφυλίου και των πολιτικοκοινωνικών δυναμικών του, παρά ως αντιπροσωπευτική εικόνα της αμέτοχης στάσης που θα μπορούσε να είχε υιοθετήσει μια αποκομμένη, κλειστή κοινωνία της ιρλανδικής νησιωτικής υπαίθρου εν μέσω της εμφυλιακής περιόδου (σ.σ. με τη βολικά «απολιτίκ» ταμπέλα που της προσάπτεται εδώ). Η ταινία εμβαθύνει σωστότερα στον τρόπο που οι δύο πρώην φίλοι ξεφεύγουν εκτός ορίων, με τη μεταξύ τους πολωμένη κατάσταση να κλιμακώνεται και τελικά να παίρνει ανεξέλεγκτες προεκτάσεις: Μπροστά στο τέλος της αθωότητας που θα σηματοδοτήσουν για τον Πάντρικ οι επανειλημμένες απόπειρες επανασύνδεσης και η ατυχής έως κωμικοτραγική έκβασή τους, ο αγρότης θα αισθανθεί βαθιά θλίψη, απόγνωση, οργή και τελικά θα εκδηλώσει μια σκοτεινή πλευρά, ενώ ο ελιτιστής Κολμ με τα ανατριχιαστικά «τελεσίγραφά» του θα δώσει κι εκείνος τα δικά του «σεμινάρια» εμμονικής ξεροκεφαλιάς, απαρνούμενος για χάρη της τέχνης του τους ανθρώπους που τον νοιάζονται πραγματικά. Μάλιστα, ο τελευταίος δεν θα διστάσει να θυσιάζει ακόμα και τη δημιουργική του φιλοδοξία (σ.σ. κόψιμο δακτύλων) στον βωμό του άκαμπτου πείσματος· κάτι που, αν το καλοσκεφτούμε, προσομοιάζει με αιματηρό μοτίβο κλιμακούμενης ένοπλης διαμάχης, η οποία θα μπορούσε να είναι αποφεύξιμη εάν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ήταν εξαρχής πιο διαλλακτικές και διορατικές όσον αφορά τις συνέπειες των πράξεών τους.

Ο Πάντρικ συγκατοικεί εδώ και χρόνια µε τη µικρότερη αδελφή του, τη Σιομπάν. Πρόκειται για ένα αξιόλογο άτομο το οποίο μοιάζει φυλακισμένο σε μια μίζερη καθημερινή ρουτίνα μηδενικών προοπτικών. Το αδιέξοδό της αντικατοπτρίζει με έναν τρόπο αυτό του Κολμ, και η φυγή της εν μέσω την σύγκρουσης των δύο πάλαι ποτέ φίλων μπορεί να ιδωθεί ως μια νύξη στα μεταναστευτικά κύματα που τροφοδότησε η ταραχώδης κατάσταση εκείνης της εποχής στην Ιρλανδία. Εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Σιομπάν είναι πολύ πιο διορατική από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, καθώς συνειδητοποιεί εγκαίρως τους περιορισµούς της κοινότητας του Ινισέριν και αποφασίζει να δράσει ορθολογικά.

Ο «προβληματικός» νεαρός Ντόμινικ, γιος του αστυνοµικού του νησιού και φίλος του Πάντρικ, είναι ένα από τα κύρια περιφερειακά πρόσωπα στην ιστορία μας, το οποίο μέσα στην αφέλειά του διακρίνεται από μια απροσδόκητη διαύγεια. Ζει πιεσμένος από τον καταδυναστευτικό πατέρα του, εκπροσωπώντας εμμέσως μια νεότερη γενιά που τελούσε υπό καθεστώς φόβου και καταπίεσης στην Ιρλανδία του προηγούμενου αιώνα. Η ερμηνεία του Κέογκαν στον συγκεκριμένο ρόλο είναι καίρια κωμική και συνάμα τρυφερά συγκινητική.

Στον χορό που σέρνουν οι πρωταγωνιστές, η γραφή του ΜακΝτόνα ενσωματώνει και τις αντιδράσεις της κοινότητας στη σύγκρουσή τους, εμπλουτίζοντας το αλυσιδωτό γαϊτανάκι που θα οδηγήσει στην… «αναρχία». Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονισθεί ότι τόσο ο ιερέας όσο και ο αστυνομικός του νησιού, οι οποίοι εκπροσωπούν την «εξουσία», δεν σκιαγραφούνται με διόλου κολακευτικές πινελιές. Αντιθέτως, αποτελούν γενεσιουργούς παράγοντες, αρωγούς ή συμμέτοχους σε οτιδήποτε σάπιο ευδοκιμεί στο Ινισέριν, οδηγώντας σε προφανή -αλλά ευπρόσδεκτα- μονοπάτια το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο του σκηνοθέτη-σεναριογράφου.

Όπως ίσως γίνεται ήδη αντιληπτό, η ταινία, πέραν των συμβολισμών της, στέκει και ως σατιρική μετα-ηθογραφία κατάμαυρου χιούμορ, καθώς ο Μακ Ντόνα δεν λαθεύει στο να μεταφέρει με σπαρταριστό τρόπο το ταμπεραμέντο, τις αγκυλώσεις και τις ιδιοτροπίες των ανθρώπων που απαρτίζουν αυτό το απομονωμένο επαρχιακό σύνολο, ατενίζοντας τα πάθη, τις ατέλειές τους και τα αγεφύρωτα χάσματά τους με πικρή μελαγχολία και συμπόνια. Επιπλέον, μέσα από τη στάση των κεντρικών ηρώων, ρίχνει μια αρκετά διεισδυτική ματιά στην ανακυκλούμενα προβληματική διαχείριση αρνητικών καταστάσεων και συναισθημάτων, από την αποκοπή των δεσμών φιλίας και τη μοναξιά της απόρριψης, μέχρι το πένθος της απώλειας και την άσβεστη εκδικητική βία. Συνεπώς, ακόμα και για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τις μαύρες σελίδες του Ιρλανδικού Εμφυλίου που «ξεφυλλίζει» με το μεταφορικό του σχόλιο εδώ ο Μακ Ντόνα, σίγουρα αυτή η παλαβιάρικη… έως ζοφερή ιλαροτραγωδία θα σας συνεπάρει χάρη στους έξυπνους διαλόγους και τις δυνατές ερμηνείες -κυρίως από τους Φάρελ, Κέογκαν και Κόντον.

Βαθμολογία

Rating: 3 out of 5.

*Η ταινία έχει αποσπάσει 9 Υποψηφιότητες για Oscar: Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας-Martin McDonagh, Α’ Ανδρικού Ρόλου-Κόλιν Φάρελ, Β’ Ανδρικού Ρόλου-Μπρένταν Γκλίζον, Β’ Ανδρικού Ρόλου-Μπάρι Κέογκαν, Β’ Γυναικείου Ρόλου-Κέρι Κόντον, Πρωτότυπου Σεναρίου, Μοντάζ, Πρωτότυπης Μουσικής.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s