«Everything Everywhere All at Once»: Σάρωσε… «Τα Πάντα Όλα», ήταν η καλύτερη ταινία;

Γράφει η Βίβιαν Μελικόκη

Όπως ήταν αναμενόμενο, η 95η τελετή απονομής των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου ανέδειξε τελικό νικητή το «Everything Everywhere All at Once» («Τα Πάντα Ολα», 2022) στην κούρσα για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Αυτό που ίσως αρκετοί δεν περίμεναν, ήταν ότι με συνολικά 7 χρυσά αγαλματίδια, η ταινία θα επικρατούσε καθολικά στον θεσμό!

Πιο συγκεκριμένα, το EEAAO (όπως είναι τα αρχικά του) πήρε σπίτι του το Όσκαρ Σκηνοθεσίας (Νταν Κουάν, Ντάνιελ Σέινερτ), στέρησε από το φαβορί Κέιτ Μπλάνσετ («Tár») μια δίκαιη επικράτηση στο πεδίο του Α’ Γυναικείου Ρόλου (σ.σ. ωστόσο η εξαιρετική Μισέλ Γιέο έγινε η πρώτη Ασιάτισσα ηθοποιός που κερδίζει σε αυτή την κατηγορία), ενώ απέσπασε επίσης τα Όσκαρ B’ Γυναικείου Ρόλου (νίκη για τη μεγάλη Τζέιμι Λι Κέρτις στην πρώτη της οσκαρική υποψηφιότητα!), Β’ Ανδρικού Ρόλου (Κε Χούι Κουάν) και Πρωτότυπου Σεναρίου (Κουάν, Σέινερτ). Τέλος, του απονεμήθηκε –δικαιότατα αυτή τη φορά– με το Όσκαρ Καλύτερου Μοντάζ (Πολ Ρότζερς), το οποίο είναι και σημείο αναφοράς του έργου. Πάλι καλά που η ταινία δεν είχε υποψήφιο στον Α’ Ανδρικό Ρόλο, διότι ικανούς τους είχαμε εκεί στην Ακαδημία να στερούσαν το Όσκαρ και από τον Μπρένταν Φρέιζερ για τη «Φάλαινα»!

Από τη μεριά μας, σίγουρα δεν χρειάζεται να κοπιάσουμε ιδιαίτερα για να βρούμε έναν πιασάρικο τίτλο που να περιγράφει την «όνομα και πράγμα» φετινή θριαμβεύτρια ταινία της οσκαρικής σεζόν: «Everything Everywhere All at Once, η ταινία που κέρδισε… Τα Πάντα Ολα» είναι ένας από τους πρώτους που έρχονται στο μυαλό. Κάτι που ισχύει στον απόλυτο βαθμό, αφού μιλάμε και επίσημα για την πιο πολυβραβευμένη ταινία όλων των εποχών· ένα ρεκόρ το οποίο έχει «κλειδώσει» εδώ και καιρό, με τη βραδιά των Όσκαρ να προστίθεται απλά ως το κερασάκι στην τούρτα!

Ναι, καλά διαβάσατε: Σύμφωνα με υπολογισμούς της εταιρείας ψυχαγωγικών μέσων IGN που βγήκαν στη δημοσιότητα πριν τα Όσκαρ, το «Everything Everywhere All at Once» βραβεύθηκε 158 φορές (σ.σ. 165 μετά τα Όσκαρ) από ενώσεις κριτικών, συντεχνίες (Παραγωγών, Ηθοποιών, Σεναριογράφων και Σκηνοθετών των ΗΠΑ) και μεγάλους κινηματογραφικούς διαγωνιστικούς θεσμούς (π.χ. Χρυσές Σφαίρες) κατά τη διάρκεια αυτής της σεζόν, σπάζοντας με χαρακτηριστική άνεση το ρεκόρ του «The Lord of the Rings: The Return of the King» (2003), το οποίο είχε λάβει 101 συγκρίσιμα βραβεία. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η ταινία των Νταν Κουάν και Ντάνιελ Σέινερτ ξεπερνά το επικό κλείσιμο της τριλογίας του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και στις υποψηφιότητες, συγκεντρώνοντας 295 έναντι 189. Όπως αναφέρεται, ακόμα κι αν προσμετρούσαμε αδιακρίτως όλα τα βραβεία και τις υποψηφιότητες, το «Everything Everywhere All At Once» θα επικρατούσε και πάλι με 336 βραβεία και 691 υποψηφιότητες έναντι 213 βραβείων και 337 υποψηφιοτήτων του «Return of the King».

Πριν ασχοληθούμε με το κατά πόσο αυτή η καθολική αναγνώριση είναι δικαιολογημένη, θα πρέπει να μιλήσουμε για την πρόκληση που αντιμετωπίζει κανείς αυτομάτως όταν αποφασίζει να μιλήσει για «Everything Everywhere All at Once». Αυτή δηλαδή του… από που να το πιάσει και πού να το αφήσει;

Εκ πρώτης όψεως, αυτό το υβρίδιο επιστημονικής φαντασίας, martial arts δράσης, ψυχεδελικής περιπέτειας, οικογενειακού δράματος και κωμωδίας του παραλόγου συνιστά ένα αλλόκοτο χάος. Η υπόθεση έχει ως εξής: Στις ΗΠΑ, μια μεσήλικας Κινεζοαμερικανίδα μετανάστρια καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από μύχιους φόβους· τη (μη) αποδοχή του πατέρα της, την αποτυχία στον γάμο της, τη «συντηρητική» φοβία να μην της βγει το παιδί ομοφυλόφιλο, και τέλος την… εφορία, την απειλή της οποίας ενσαρκώνει μια σκληροτράχηλη Τζέιμι Λι Κέρτις. Με αφετηρία, λοιπόν, αυτά τα μικροαστικά προβλήματα που υποννοούν κυρίως έλλειμμα επικοινωνίας, το σκηνοθετικό δίδυμο των Νταν Κουάν και Ντάνιελ Σέινερτ ξεδιπλώνει το κουβάρι (πολύ μετριοπαθής ο χαρακτηρισμός) της πλοκής, όπου η πρωταγωνίστρια Έβελιν (Μισέλ Γιέο), ταπεινή ιδιοκτήτρια μιας επιχείρησης αυτόματων πλυντηρίων ρούχων, ανάγεται από ψυχικά εξαντλημένη βιοπαλαίστρια της διπλανής πόρτας σε αντισυμβατική (υπερ)ηρωίδα, όχι κατά το δημοσιογραφικό κλισέ που αναφέρεται στη «σύγχρονη γυναίκα», αλλά αυτό των ταινιών της… Marvel. Περιδιαβαίνοντας στα διάφορα πολλαπλά σύμπαντα, εκείνη προσπαθεί να σώσει τον κόσμο από μια καταστροφική απειλή, ονόματι Τζόμπου Τουπάκι. Κάπου εκεί παρεμβάλλονται οι συνειδητά αμετροεπείς kung-fu σκηνές δράσης, τα συμπαντικά άλματα και οι παράλληλες αφηγήσεις· όλα μαζί ενδεδυμένα με την parody υφή και τη μπόλικη καφρίλα των συνονόματων (σ.σ. Ντάνιελ) σκηνοθετών που ηγούνται του εγχειρήματος.

Η σκοτεινή κι απόκοσμα νιχιλιστική Τζόμπου Τουπάκι, ωστόσο, δεν είναι άλλη από την κόρη της Έβελυν, Τζόι, που βρίσκεται σε μετεφηβική κρίση. Η Τζόι, την οποία ερμηνεύει η ηθοποιός Στέφανι Σου –και δικό μας φαβορί για το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου–, υπό την πίεση της μητέρας της να τα καταφέρει στη ζωή, να την ξεπεράσει και να μην καταλήξει σαν και αυτή, είναι πλέον εξουθενωμένη. Μεταξύ κούρασης, βαρεμάρας και απαύδησης, φτιάχνει ένα γιγαντιαίο μπέιγκελ (σαν μαύρη τρύπα), όπου δεν ρουφάει μόνο φως και ύλη, αλλά μάλλον και τις υπαρξιακές αναζητήσεις της Τζόμπου για το «άλλο», το «απέναντι», το «παρακάτω». Φοβούμενη, όμως, να μεταβεί ολομόναχη στην αντίπερα όχθη, προσπαθεί να εντοπίσει σε όλα τα σύμπαντα τη μητέρα της, τον μόνο άνθρωπο που έχει εναποθέσει τις ελπίδες της πως μπορεί να κατανοήσει το ακατανόητο, τη μία και μοναδική, προαιώνια Αλήθεια.

Το αιωρούμενο μαύρο μπέιγκελ μού έχει κάνει ισχυρό συνειρμικό trigger (θες οι κινέζικές καταβολές των ηρώων;) και από τη στιγμή που το είδα δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό πως πρόκειται για τον κύκλο Enso, το σύμβολο προερχόμενο από τον Ταοϊσμό που αναπαριστά έναν ατελή κύκλο, το άπειρο, το ατέρμονο ταξίδι για την πληρότητα, αλλά και των μυριών πραγμάτων τη μάνα (Τάο τε Τσινγκ, Λάο Τσε). Trigger και ταυτόχρονα απόλαυση μου προκαλούν όλες οι εμφανίσεις της Τζόμπου Τουπάκι, δίνοντας στην έννοια του στυλ υπεργαλαξιακές διαστάσεις. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η Σίρλεϊ Κουράτα ήταν υποψήφια για το οσκαρικό βραβείο Καλύτερων Κοστουμιών. Όπως πανάξια βραβεύθηκε και ο Πολ Ρότζερς με το βραβείο Καλύτερου Μοντάζ, καθώς είναι ο άνθρωπος που βάζει σε τάξη αυτό το χάος (ή και όχι!).

Ως δαιδαλώδης λαβύρινθος σκηνοθετικών τρικ και σεναριακών ιδεών, η εμπειρία της ταινίας μπορεί να εκληφθεί σαν κάτι το δύσκολα διαχειρίσιμο. Εάν, ωστόσο, κάποιος σταθεί πιο προσηλωμένος και υπομονετικός, με διάθεση να ξετυλίξει όλο αυτό το φαντεζί και συνάμα παρανοϊκό περιτύλιγμα του multiverse, θα έρθει αντιμέτωπος με ένα υπέροχο δώρο· το δώρο των μηνυμάτων που υποβόσκουν μεν, αποσαφηνίζονται δε στο τελευταίο μέρος της ταινίας (σ.σ. τα τελευταία 40 λεπτά από τα 139 του συνόλου). Ένα εξ αυτών, που προσωπικά άγγιξε ευαίσθητη χορδή, είναι η ανταγωνιστική σχέση μάνας-κόρης. Θεματική που την έχουν αγγίξει δημιουργοί, από τον Ευριπίδη στην «Ηλέκτρα», μέχρι τον Μπέργκμαν στη «Φθινοπωρινή Σονάτα» («Höstsonaten», 1978) και την πιο σύγχρονη Γκρέτα Γκέργουικ στο «Lady Bird», με τον κατάλογο να μην τελειώνει. Ποτέ, όμως, δεν θίχτηκε τόσο θεραπευτικά, τόσο νεωτερικά.

Η μάνα δεν καταβαραθρώνεται από την κόρη της, αλλά εκουσίως εγκαταλείπει το τοτέμ που της έχει δώσει τόσο η κοινωνία όσο και εξ αντικειμένου η ίδια η σχέση τροφού/κηδεμόνα. Δεν γίνεται «θυσία» για την κόρη της, αλλά από όλα τα σύμπαντα που θα μπορούσε να διαλέξει για να ζήσει, επιλέγει με ελεύθερη βούληση να ζήσει σε αυτό που είναι μαζί της· κι ας είναι αυτή η λιγότερο φαντεζί εκδοχή από άποψη δημοφιλίας και επιτευγμάτων (σε όλα τα υπόλοιπα σύμπαντα η Έβελιν αξιοποίησε τα έμφυτα ταλέντα της και σημείωσε επιτυχία σε διαφορετικό πεδίο ανά περίπτωση).

Από την άλλη, η Τζόι, όπως είπαμε και παραπάνω, δεν την κυνηγάει για να τη σκοτώσει κυριολεκτικά ή μεταφορικά («μεταφορικά» ίσως πολλές φορές να συνίσταται χάριν της ψυχαναλυτικής προόδου), αλλά επειδή είναι η μάνα που τη γέννησε, φαντάζει ως τον πιο ιδανικό, τον πιο κοντινό άνθρωπο για να μοιραστεί τη μοναξιά που την τυλίγει, στις καταβυθίσεις της μπροστά στα μυστήρια της Ύπαρξης.

Ακόμη, μέσα από τις τριβές με τα διάφορα σύμπαντα, τις ενσαρκώσεις των οικείων προσώπων και την υπαρξιακή αναζήτηση –και μετέπειτα αφύπνιση– που όλα αυτά τροφοδοτούν, η συντηρητική μάνα «ωριμάζει» σε μια ηρωίδα που δίνει ένα γερό χαστούκι στη διαγενεακή μεταβίβαση τραυμάτων και συνδρόμων. Κυριολεκτικά, όταν ο πατέρας της –και παππούς της Τζόι– είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την εγγονη του και να την αφήσει να χαθεί στην άβυσσο, η Έβελιν τον εκδικείται, συμπαραστεκόμενη στο παιδί της, μη δεχόμενη να φύγει μακριά του, όπως αυτός έπραξε κάποιες δεκαετίες νωρίτερα με εκείνη.

Αλλά είναι και ο τρυφερός ρόλος του προσηνούς συζύγου της Έβελιν –και πατέρα της Τζόι–, Γουέιμοντ (Κε Χούι Κουάν)· έναν εξίσου απρόσμενο ήρωα. Ο ίδιος τοποθετείται ξεκάθαρα: «Διακατέχομαι από ευγένεια και όχι από μαχητικό πνεύμα, έτοιμο για κατά μέτωπον επίθεση, όπως εσύ. Όμως, η ευγένεια δεν είναι αφέλεια· είναι μέρος της στρατηγικής μου και είναι αναγκαία. Είναι ο δικός μου τρόπος να πολεμώ», λέει, δείχνοντάς μας ένα διαφορετικό, ταοϊστικό μονοπάτι αντιμετώπισης των κρίσεων, αυτού της εγκαρτέρησης και της υποχωρητικότητας, εξόχως αποτελεσματικό.

Και εννοείται αυτό το «What if..?». Αυτό το «Τι θα γινόταν εάν…» που μας κατατρώει, πριν πάρουμε μια απόφαση ή γενικά πριν συμβεί κάτι «μεγάλο ή μικρό» στη ζωή μας και αλλάξει ο ρους της. Οι απεριόριστες δυνατότητες που εμφανίζονται ως εναλλακτικές που απορρίψαμε, κάνοντας την τάδε ή τη δείνα επιλογή· το μονοπάτι που δεν πήραμε, είτε γιατί έτσι το αποφασίσαμε είτε γιατί η ζωή μας τα έφερε έτσι και διασχίσαμε ένα άλλο μονοπάτι.

Ναι, καταφάσκουμε πως το «Everything Everywhere All at once» θα μπορούσε να είναι μια τεράστια μπαλαφάρα που φλερτάρει έντονα με την επανάληψη και την ασυναρτησία, ΑΛΛΆ… δίχως τα προαναφερόμενα δεν ξέρω αν ο θεατής θα είχε χαλαρώσει και έτσι, αν θα ήταν σε θέση να δεχτεί τη νιχιλιστική κοσμοθεωρία του σκηνοθετικού-σεναριακού διδύμου που συμπυκνώνεται εν πολλοίς στο «Τίποτα δεν έχει σημασία».

Και συνεχίζουν· «Όλος ο πόνος και οι ενοχές που έχεις που δεν προοδεύεις στη ζωή σου εξαφανίζονται, ρουφιούνται σε ένα μπέιγκελ. Κάθε ανακάλυψη είναι απλώς ακόμα μια υπενθύμιση για το πόσο χαζοί και μικροί είμαστε. Εδώ, μόνο μερικά ψήγματα χρόνου βγάζουν νόημα. Γι’ αυτό… γίνε πέτρα!»

Πόσο απελευθερωτικό; Όταν τίποτα δεν έχει σημασία, όταν ο κόσμος δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα και εσύ ως μέρος του αχανούς σύμπαντος δεν έχεις να υπηρετήσεις μοιρολατρικά κάποιο «ανώτερο» σκοπό, τότε αφενός ανακουφίζεσαι από το όποιο μεταφυσικό βάρος, αφετέρου όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί εκεί έξω να τους τρέξεις, οι πιθανότητες βρίσκονται εκεί για να τους δώσεις ΕΣΥ ζωή (ή και όχι). Δεν υπάρχουν κανόνες. Κάνεις αυτό που θες.

Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι «Τα Πάντα Ολα», συνδέοντας τα κομμάτια του φιλμικού παζλ με κινητήριο μοχλό εξιστόρησης το αριστουργηματικό μοντάζ και οδικό χάρτη μια ποπ και ταυτόχρονα αρτιστίκ εκδοχή του multiverse, τελικά αποτελούν μια αλληγορική πραγματεία πάνω στον γρίφο των ανθρώπινων σχέσεων, μια μετουσίωση ενός πολυεπίπεδου κινηματογραφικού σκαριφήματος, δοσμένου με χιούμορ, τρυφερότητα και διεισδυτική ματιά.

Αρκούν όλα τα παραπάνω για να αξίζει η ταινία των Νταν Κουάν και Ντάνιελ Σέινερτ το all time ρεκόρ των περισσότερων βραβεύσεων στο σινεμά και τον σαρωτικό θρίαμβο στα Όσκαρ; Φυσικά και όχι! Θα ήταν βλασφημία να δηλώσουμε οτιδήποτε διαφορετικό, τουλάχιστον ως προς το πρώτο σκέλος της ερώτησης. Πέρα μάλιστα από το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου (ίσως άδικη η επικράτηση της Γιέο παρά την εξαίσια ερμηνεία της) ή Σκηνοθεσίας, ακόμα και το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάπως υπερβολικό ως αναγνώριση. Είναι ωστόσο το «Τα Πάντα Όλα» μια ταινία που έχει πράγματα να μας πει, να μας δείξει, και προπάντων, αξίζει να βιωθεί από τον καθένα μας ξεχωριστά ως εμπειρία; Ναι, και με το παραπάνω! Επομένως, στο ερώτημα αν τα Όσκαρ βράβευσαν μια πραγματικά πολύ καλή ταινία, η απάντηση είναι καταφατική.

Βαθμολογία

Rating: 3.5 out of 5.
Επιμέλεια κειμένου: Νίκος Γαργαλάκος
Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s