Από τον Νίκο Γαργαλάκο
Δεν υπάρχει καταλληλότερη και συνάμα πιο ειρωνική χρονική συγκυρία από την 1η Απριλίου για να σχολιάσουμε μια είδηση που μοιάζει τόσο πρωταπριλιάτικη, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή! Όπως ανακοινώθηκε πριν μερικές μέρες, η μεγάλη αμερικανική εταιρεία παραγωγής ταινιών Paramount Pictures απέκτησε τα δικαιώματα για μια σύγχρονη διασκευή του κλασικού ψυχολογικού θρίλερ «Vertigo» («Δεσμώτης του Ιλίγγου», 1958) του Άλφρεντ Χίτσκοκ, με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ στη θέση του εμβληματικού Τζέιμς Στιούαρτ. Ο 57χρονος ηθοποιός πρόκειται να αναλάβει και ρόλο παραγωγού, με τον δημιουργό της γνωστής σειράς «Peaky Blinders», Στίβεν Νάιτ («Allied», 2016), να προορίζεται γράψει το σενάριο.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΟΥ: Μετά την απροσδόκητα ατυχή κατάληξη μιας αστυνομικής καταδίωξης που οδηγεί στην απώλεια ενός συναδέλφου του, ο ντετέκτιβ Τζον «Σκότι» Φέργκιουσον (Τζέιμς Στιούαρτ) αποφασίζει να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα από το σώμα του Σαν Φρανσίσκο. Αιτία, τα προβλήματα ακροφοβίας που ανακάλυψε ότι αντιμετωπίζει, κάνοντάς τον να νιώθει υπαίτιος για το θανατηφόρο συμβάν. Τότε εμφανίζεται ένας παλιός φίλος από το κολέγιο, ονόματι Γκάβιν Έλστερ (Τομ Χέλμορ), ο οποίος τον προσλαμβάνει για να παρακολουθήσει τη σύζυγό του, Μαντλίν (Κιμ Νόβακ), που τον τελευταίο καιρό δείχνει βαθιά ταραγμένη και αλλόκοτη. Η γυναίκα μοιάζει να συμπεριφέρεται ως η μετεμψύχωση της προγιαγιάς της, Καρλότα Βαλντέζ, η οποία έζησε έναν τραγικό βίο και αυτοκτόνησε πολλά χρόνια πριν γεννηθεί το δισέγγονό της.

Τώρα που φρεσκάρατε κάπως στον νου σας το χιτσκοκικό αριστούργημα του 1958, είμαστε σίγουροι ότι αναρωτιέστε το ίδιο με εμάς: Το εννοούν όντως ότι θέλουν να κάνουν ριμέικ του «Vertigo»; Εμείς όρκο δεν παίρνουμε, μπορεί τελικά οι άνθρωποι να τα βάλουν κάτω και να πουν «ρε παιδιά, εντάξει κάναμε την πλάκα μας, τραβήξαμε το ενδιαφέρον, ας ασχοληθούμε τώρα με ένα πρότζεκτ που θα είναι περισσότερο στα μέτρα μας». Μπορεί πάλι να θεωρούν ότι το ριμέικ του «Δεσμώτη του Ιλίγγου» είναι όντως στα μέτρα τους, κάτι που φυσικά αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά τους. Σε τελική ανάλυση, ποιοι είμαστε εμείς που θα υποδείξουμε σε μια τέτοια διεθνούς φήμης εταιρεία τι μπορεί να υλοποιήσει και τι όχι;
Πειράζει όμως να μοιραστούμε μαζί σας μερικές σκέψεις που μας τριβελίζουν το μυαλό με αφορμή αυτή τη φημολογούμενη προσπάθεια; Ε, λοιπόν, θα τις ξεφουρνίσουμε: Πρώτον, η ιδέα για ένα ριμέικ του «Δεσμώτη», μας προκαλεί… ίλιγγο -μεγαλύτερο και από αυτόν από τον οποίο επιβίωσε ο χαρακτήρας του Τζέιμς Στιούαρτ στην εναρκτήρια σκηνή της πρωτότυπης ταινίας! Και ξέρετε και κάτι άλλο; Θεωρούμε ότι ένα τέτοιο εγχείρημα είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Για 10 λόγους, οι οποίοι μας έρχονται πρόχειρα στον νου. Και μην μας προκαλείτε, διότι θα βρούμε κι άλλους! Το ρίσκο για το αν θα βγούμε ψεύτες, αφήστε μας να το αναλάβουμε· οι της Paramount ρισκάρουν κατάτι περισσότερο!

Αναλυτικά οι 10 λόγοι που καθιστούν την προοπτική ενός ριμέικ του «Vertigo»… απαγορευτική:
1) Πόσες πιθανότητες έχει να είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών;
Το 2012, το «Vertigo» αναρριχήθηκε στην κορυφή της λίστας του γνωστού κινηματογραφικού περιοδικού Sight & Sound με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών! Η λίστα ανανεώνεται κάθε 10 χρόνια, και παρότι η ταινία του Χίτσκοκ δεν κράτησε τη θέση της στην επικαιροποίηση του 2022 (σ.σ. τα πρωτεία πέρασαν στο «Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles» της Σαντάλ Ακερμάν), εν τέλει έχασε μόνο μία θέση, πέφτοντας στη δεύτερη!
Αν και στην εποχή του αντιμετωπίστηκε με σχετική αδιαφορία, σήμερα το «Vertigo» έχει εγγυημένη παρουσία σε κάθε all-time λίστα που θέλει να σέβεται τον εαυτό της. Αυτό το στοιχείο είναι ενδεικτικό του πόσο κοντά στην τελειότητα βρίσκεται, και δεν είναι λίγα τα στιβαρά επιχειρήματα υπέρ του αφηγήματος που έχει χτίσει με τα χρόνια (περισσότερα επ’ αυτών στη συνέχεια). Ο πήχης βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη, και είμαστε σίγουροι ότι αυτό θα πυροδοτήσει μια άδικη σύγκριση εις βάρος της απόπειρας διασκευής της ταινίας. Παρότι είναι εκ των πραγμάτων παράλογο, κάποιοι θα περιμένουν από τη νέα παραγωγή να πλασαριστεί κοντά σε ταινίες όπως ο «Πολίτης Κέιν» ή η «Οδύσσεια του Διαστήματος», προκειμένου να δικαιολογήσει το όνομά της! Κι όταν αναμενόμενα δεν το καταφέρει (ουδεμία πρόβλεψη ασφαλέστερη ταύτης), δεν θα διστάσουν να την κατακεραυνώσουν. Τι κάνει λοιπόν τους υπεύθυνους της Paramount να πιστεύουν ότι θα ανταποκριθούν στον ντόρο που οι ίδιοι έχουν τροφοδοτήσει;
2) Δεν υπάρχουν περιθώρια να πλησιάσει το «Vertigo» στην καινοτομία
Αρκεί να πούμε ότι σε αυτή την ταινία γεννήθηκε η τεχνική του κόντρα ζουμ, γνωστότερη ως dolly zoom ή «the Vertigo Effect», όπου η κάμερα εκτελεί τράβελινγκ προς τα εμπρός ενώ ο φακός ξεζουμάρει -ή το αντίστροφο-, με αποτέλεσμα το προσκήνιο της εικόνας να παραμένει σταθερό ενώ το φόντο να παραμορφώνεται, δημιουργώντας αίσθημα αποπροσανατολισμού στον θεατή. Με αυτή την εντυπωσιακά στρεβλωτική τεχνική αποτυπώθηκε το εφέ του ιλίγγου από τον οποίο κυριεύεται ο ακροφοβικός κεντρικός χαρακτήρας σε μερικές από τις χαρακτηριστικές σκηνές ανθολογίας του έργου. Αυτό το ανατριχιαστικό συναίσθημα ότι εδώ βλέπουμε κάτι εντελώς καινούργιο να ξεδιπλώνεται μπροστά μας -ή ότι βλέπουμε μια vintage ομορφιά που έχει γεράσει υπέροχα-, είναι μάλλον αδύνατο να «επανεφευρεθεί» στα πλαίσια ενός ριμέικ, το οποίο θα έχει ως πρώτο μέλημα να σεβαστεί το «ιερό» πρωτότυπο υλικό του 1958 προκειμένου να μην αποξενωθεί από το φανατικό κοινό του Χίτσκοκ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αυστηρή οριοθεσία του καλλιτεχνικού οράματος που ενδεχομένως θα το διέπει.
3) Να μιλήσουμε για οπτική εξιστόρηση;

Η σκηνή στο μουσείο, όπου η Μαντλίν ατενίζει σαν υπνωτισμένη το πορτρέτο της προγόνου της, Καρλότα, και ο φακός γλιστρά από το μπουκέτο λουλουδιών της και τον -αλά «vertigo»- κότσο-σπιράλ στα μαλλιά της στα πανομοιότυπα του πίνακα σαν να τα συνταιριάζει, αποτελεί σεμιναριακό παράδειγμα. Με αυτό το όχημα, ο Χίτσκοκ μάς εντάσσει υποβλητικά -και αρτιότερα από οποιοδήποτε άλλο αφηγηματικό μέσο- στη διαπίστωση ότι η ξανθιά καλλονή φέρεται να είναι αιχμάλωτη μιας κληροδοτούμενης κατάρας που έχει κυριεύσει σημαντικό κομμάτι του είναι της. Την ίδια στιγμή, ο κρυφός παρατηρητής Σκότι είναι κι εκείνος σκιά και ταυτόχρονα δέσμιος της γοητείας αυτής της ευαίσθητης και απροστάτευτης γυναίκας. Αυτό έχει καταστεί πρόδηλο ήδη από την άπταιστη εικαστική υπονόηση του κεραυνοβόλου έρωτα: Στην πρώτη ματιά που ανταλλάσσουν οι δύο πρωταγωνιστές, η ακτινοβολούσα λάμψη της Μαντλίν θεριεύει μεταβάλλοντας μέχρι και τις τονικότητες του περιβάλλοντός της, βεβαιώνοντάς μας ότι έτσι ακριβώς την βλέπει ο συνταραγμένος από συναισθήματα Σκότι.
Από την πλευρά μας, πιστεύουμε ακράδαντα ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να ξεπατικωθεί ή να αναπροσαρμοστεί αυτή η σεμιναριακή οπτική εξιστόρηση του Χίτσκοκ, απλά θα οδηγήσει σε ένα άχαρο αποτέλεσμα.
4) Θα λείπει πλέον ο παράγοντας της έκπληξης και του αιφνιδιασμού

(ΠΡΟΣΟΧΗ, SPOILERS!)
Η μυστηριακή παρουσία της ξανθιάς καλλονής οδηγεί τόσο τον πρωταγωνιστή Σκότι όσο και τον θεατή στο σημείο να αμφισβητήσουν τις ορθολογικές τους πεποιθήσεις και να της παραδοθούν αμαχητί. Η ταινία προχωρά σε προσεκτικό ξεδίπλωμα του χαρακτήρα της Μαντλίν μέσα από αινιγματικές αναφορές (οι αναδυόμενες αναμνήσεις της νεκρής προγιαγιάς που στοιχειώνουν την ύπαρξή της και τη μετατρέπουν σε φερέφωνο), συνοδεία μαεστρικού σασπένς που κλιμακώνεται μαζί με το ξεδίπλωμα του κουβαριού των εξελίξεων. Ξάφνου, το νήμα της ζωής της Μάντλιν κόβεται ακαριαία, αφήνοντας τον Σκότι συναισθηματικό ερείπιο, τραγικό έρμαιο των ψεγαδιών του και στο χείλος μιας δεύτερης, οριστικής αυτο-καταδίκης (σ.σ. δεν μπόρεσε να υπερβεί τις φοβίες του για να σώσει τη γυναίκα που αγάπησε παράφορα).
Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι από όσους παρακολουθήσουν το ριμέικ του «Vertigo», προφανώς θα έχουν δει και το ορίτζιναλ. Ένας από τους λόγους που το πρωτότυπο έργο συμπαρέσυρε το κοινό, ήταν το γεγονός ότι το τραγικό «τέλος» του χαρακτήρα της Μαντλίν θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και το οριστικό φινάλε της ταινίας. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι παρά μια νέα αφετηρία σε όλα τα μέτωπα. Το δεύτερο μέρος του έργου ξεκινά με τον Σκότι νοσηλευόμενο σε μια ψυχιατρική κλινική. Παραμένει βουβός και δεν ανταποκρίνεται ακόμα και στις επισκέψεις της αφοσιωμένης και στοργικής γραμματέως του. Η διάγνωση λέει ότι πάσχει από οξεία μελαγχολία, κι εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι οι τύψεις συνειδήσεως τον έχουν γονατίσει πνευματικά. Μερικούς μήνες αργότερα, κι ενώ έχει λάβει πλέον εξιτήριο, συνεχίζει να είναι εμμονικός με την εκλιπούσα Μαντλίν και να την αναζητά στην καθημερινότητά του. Σε εκείνο το σημείο, το σενάριο μοιάζει να τον φωτογραφίζει ως τον ψυχικά μετατραυματία που κληρονόμησε τις ιδεοληψίες της ερωτικής του παρτενέρ.
Όλα όμως ανατρέπονται όταν ο Σκότι συναντά τυχαία τη Τζούντι Μπάρτον, μια άγνωστη που έχει τεράστια εμφανισιακή ομοιότητα με την Μαντλίν, με εξαίρεση το διαφορετικό στιλ και look. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο θα αποδείξει ότι τόσο ο πρωταγωνιστής όσο και οι θεατές της ταινίας βρίσκονταν βυθισμένοι στο ίδιο πυκνό σκοτάδι, κάνοντάς τους μάρτυρες -και θύματα- ενός από τα καλύτερα plot twists στην ιστορία του σινεμά: Η Τζούντι δεν είναι παρά μια ηθοποιός που υποδύθηκε τη Μαντλίν για να ξεγελάσει τον Σκότι, σε ένα σατανικό σχέδιο του Γκάβιν Έλστερ προκειμένου να εξασφαλίσει άλλοθι για τη δολοφονία της πραγματικής συζύγου του.
Από εκείνο το σημείο καμπής κι έπειτα, λαμβάνει χώρα το ξετύλιγμα ενός άλλου κουβαριού: Αυτού της πλεκτάνης στην οποία έχει πέσει θυμα ο πρωταγωνιστής, κάνοντάς μας να επαναξιολογήσουμε όλα όσα είχαμε παρακολουθήσει. Κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου ήταν στημένη τόσο μεθοδικά ώστε να ρίξει τον Σκότι στην παγίδα, όμως η μέχρι πρότινος καταδικαστική πλάνη του είναι πλέον το πλεονέκτημα του και συνάμα το πιο επικίνδυνο όπλο του. Αντιμέτωπος με τη γυμνή απομυθοποίηση του ιδεατού του έρωτα, μετατρέπει υποσυνείδητα τη θύτριά του σε θύμα, χειραγωγώντας τη ώστε να ξαναγίνει η ιδεατή παρτενέρ που… δεν υπήρξε ποτέ. Πλέον αυτός είναι που κινεί τα νήματα, μαζί με την εμμονή του να κυνηγά το απατηλό όνειρο της φαντασίωσής του, και η σύντροφός του καταντά να είναι απλά το αντικείμενο που ανέχεται το roleplay αυτού του σαδιστικού παιχνιδιού. Εκείνη ερωτεύτηκε τον τρόπο που την αγάπησε αυτός. Και αυτός το εξιδανικευμένο προσωπείο με το οποίο τον ξεγέλασε εκείνη. Και οι δύο είναι θύματα και δέσμιοι σε έναν φαύλο κύκλο.
Σε αντίθεση με ό,τι πρωτόγνωρο ζήσαμε στο κλασικό «Vertigo», σε ένα πιθανό ριμέικ όλοι οι θεατές θα είναι υποψιασμένοι. Και παρότι η επαναλαμβανόμενη θέαση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμπειρία μιας τέτοιας προικισμένης με ερεθίσματα ταινίας, η οποία εμπλουτίζεται κάθε φορά που την ξαναβλέπεις, το στοιχείο του αιφνιδιασμού από την πρώτη φορά που την είδες είναι κάτι που δεν θα ήθελες να έχεις χάσει, και κατά βάθος αποτελεί έναν από τους λόγους που αγάπησες την ταινία in the first place. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία της πλοκής του «Vertigo» έχουν επαναχρησιμοποιηθεί ευρέως στο σινεμά όλα αυτά τα χρόνια, με τρόπο που τα καθιστά οικεία στο αισθητήριο του θεατή. Επομένως, από άποψη εξιστόρησης, η ταινία δεν θα έχει την ίδια δυναμική που διέθετε τη δεκαετία του ’50.
5) Μπορούν να αλλάξουν κάτι στο σενάριο και τη σκηνοθεσία για να τα κάνουν καλύτερα;

Μας είναι αδύνατο να το φανταστούμε. Η ταινία ξεδιπλώνει κυρίαρχες θεαματικές που διαρρέουν τη φιλμογραφία του Χίτσκοκ (όπως π.χ. ο ατελής πρωταγωνιστικός χαρακτήρας που αδυνατεί να τιθασεύσει τα μειονεκτήματά του, η μοιραία ξανθιά που τον παρασύρει μεθυστικά στον όλεθρο, ή ακόμα και η επιλογή του σκηνικού που έχει φανερά αφηγηματικό ρόλο -εν προκειμένω, το «ανισόπεδο» Σαν Φρανσίσκο που μοιάζει με τον… εφιάλτη ενός ακροφοβικού), τις διαπλέκει με ανατρεπτικό σασπένς και εικόνες κινηματογραφικής ποίησης, βουτηγμένες σε μελαγχολικούς τόνους και χρώματα. Οι παραλληλισμοί του, που διαρρέουν όλο το έργο, είναι άψογοι! Ποιος δεν θυμάται τη μονταρισμένη σκηνή με το περιδέραιο στον λαιμό της πρωταγωνίστριας και το cut στο πορτρέτο που βγάζουν οριστικά τον πρωταγωνιστή Σκότι από την πλάνη του; Αυτό είναι ένα από τα πολλά σεμινάρια οπτικής αφήγησης στα οποία μας καλομαθαίνει ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου». Άραγε η ακτινοβολία της πρωταγωνίστριας στη σκηνή του κεραυνοβόλου έρωτα και το εφέ του ζουμ ιλίγγου Θα μπορούσαν να αποδοθούν καλύτερα από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκαν στο «Vertigo»; Κατηγορηματικά όχι. Θα μπορούσαν ίσως να αποδοθούν διαφορετικά, εστιάζοντας σε νέα ζητούμενα. Όμως τότε, η ταινία δεν θα ήταν ένα πιστό ριμέικ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αποδοχή της από τους σινεφίλ που έχουν ταυτιστεί με το πρωτότυπο. Και, αν θέλετε τη γνώμη μας, η καλύτερη ιδέα θα ήταν να παρουσιαστεί ως κάτι εντελώς καινούργιο, ειδάλλως η σύγκριση θα την αδικήσει κατάφωρα!
6) Πόσα ριμέικ αριστουργημάτων έχουν σημειώσει επιτυχία;
Εδώ που τα λέμε, δεν έχουν υπάρξει και πολλά υψηλού προφίλ εγχειρήματα που να έχουν αποτολμήσει να παρουσιάσουν στο σύγχρονο κοινό κάποιο αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του παρελθόντος. Πάντως, οι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού περιπτώσεις είναι ενδεικτικές: Ποιος ξεχνά το «Ben-Hur» του 2016, το οποίο απέτυχε παταγωδώς σε όλα τα επίπεδα και υπέστη τεράστια οικονομική χασούρα; Από κοντά και το «The Wicker Man» του 2006, που με πρωταγωνιστή τον -όχι και τόσο επιλεκτικό- Νίκολας Κέιτζ, υποψίαζε περισσότερο για τη… φόλα που ερχόταν! Επίσης, όταν ακούτε για τον «Εφιάλτη στον Δρόμο με τις Λεύκες», σε πόσους πάει το μυαλό στη «θαμμένη» από τις κριτικές ταινία του 2010; Όμως αν θέλετε να μιλήσουμε για το πραγματικό «απονενοημένο διάβημα» της λίστας, αγνοήστε όλα τα παραπάνω -και τα παρακάτω- και προχωρήστε στον λόγο #8.
Απ’ την άλλη, σίγουρα έχουν υπάρξει πολλά αριστουργηματικά ριμέικ, όπως «Η Μύγα» («The Fly», 1986) του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, «Ο Σημαδεμένος» («Scarface», 1983) του Μπράιαν Ντε Πάλμα, ή «Η Απειλή» («The Thing», 1982) του Τζον Κάρπεντερ, μεταξύ πολλών άλλων (το μυαλό κάποιων σίγουρα θα πάει και στον «Πληροφοριοδότη» του Μάρτιν Σκορσέζε). Ωστόσο, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υφίσταντο σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του πρωτότυπου, είτε στο σενάριο είτε στην οπτική εξιστόρηση μέσω των πιο προηγμένων μέσων. Μιλάμε, δηλαδή, για περιπτώσεις όπου το source material δεν διέθετε επ’ ουδενί το μυθικό status του «Δεσμώτη του Ιλίγγου». Αντιθέτως, το «Vertigo» είναι ίσως το κορυφαίο έργο του Χίτσκοκ και δεν μπορούμε να διανοηθούμε το τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να γίνει καλύτερο, σε αντίθεση με τα υπέροχα ριμέικ που αναφέραμε, καθώς τόσο το σενάριο όσο και η τεχνική του έχουν «γεράσει» σαν το παλιό καλό κρασί.
7) Τι συνέβη όταν διασκευάστηκε το έτερο αριστούργημα του Χίτσκοκ, «Ψυχώ» («Psycho», 1960);
Η απόλυτη καταστροφή! Η καρέ-προς-καρέ πιστή αντιγραφή του «Ψυχώ» εν έτει 1998 ήταν μια εμφατική εισπρακτική αποτυχία με μετριότατες προς κακές κριτικές, παρά τους ηχηρούς συντελεστές. Δεν την έσωσε ούτε ο πολύς Γκας Βαν Σαντ, ο οποίος ένα χρόνο μετά τον «Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ» («Good Will Hunting», 1997) θεωρούνταν ως ένα από τα πιο hot ονόματα στον χώρο της σκηνοθεσίας. Όπως αποδείχθηκε στην πράξη, κανείς σκηνοθέτης δεν είναι Χίτσκοκ, και κανείς Βινς Βον δεν θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος της πρωταγωνιστικής ερμηνείας του Άντονι Πέρκινς. Όσο κι αν προσπαθούμε, δεν μπορούμε να φανταστούμε διαφορετική κατάληξη για το σύγχρονο «Vertigo» από αυτή του ανέμπνευστου ριμέικ του «Psycho», το οποίο είναι και το κοντινότερο δείγμα γραφής (σ.σ. μιλάμε για δυο κλασικές χιτσκοκικές ταινίες με παρόμοιο status) που έχουμε για να προβλέψουμε την τύχη του παράτολμου εγχειρήματος της Paramount.
8) Υπάρχει ο σύγχρονος Χίτσκοκ για να το γυρίσει;

Ούτε καν. Υπάρχουν βέβαια μεγάλοι σκηνοθέτες που μπορούν να χτίσουν μαεστρικά ατμόσφαιρα και σασπένς στο συγκεκριμένο είδος. Εμείς ένα χιτσκοκικό θρίλερ διά χειρός Ντέιβιντ Φίντσερ ή Ρόμπερτ Έγγερς θα το βλέπαμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σίγουρα θα του έδιναν κάτι από τη δική τους καλλιτεχνική στόφα, παραδίδοντας ο καθένας μια αυστηρά δική του ταινία στο τέλος. Ωστόσο, είναι σίγουρο ότι όλοι οι καταξιωμένοι δημιουργοί της εποχής μας θεωρούν αρκετά ιερό το έργο του επονομαζόμενου «μετρ του σασπένς» ώστε να μη θελήσουν να διασαλεύσουν τη γαλήνη του και να κονταροχτυπηθούν με το παγιωμένο status του. Άρα ποιος θα αναλάβει την επικίνδυνη αποστολή; Μήπως κάποιος που απλά δεν θα μπορέσει να αρνηθεί τη θελκτική ευκαιρία να γίνει viral και να συγκεντρώσει πάνω του τα βλέμματα έστω και για τους λάθος λόγους; Θα θέλαμε να είναι κάποιος τέτοιος ο «εθελοντής» που θα κληθεί να ανταποκριθεί στο «καθήκον» να συγκριθεί με τον Χίτσκοκ;
Εμείς θα βλέπαμε με πολύ πιο θετικό μάτι μια ελεύθερη διασκευή του «Δεσμώτη», ή -προτιμότερα για το ευρύ κοινό- έναν φόρο τιμής σε αυτόν, που να κατευθύνεται όμως πάνω στις ράγες μιας original ιδέας. Μια τέτοια πρόκληση θα μπορούσε να την αναλάβει και κάποιος οραματιστής δημιουργός, ωστόσο μόνο στη δεύτερη περίπτωση θα είχε δεδομένα τους θεατές συμμάχους του.
9) Πώς θα θέλαμε να μείνει στις μνήμες μας η σύγχρονη γενιά δημιουργών;
Ως καινοτόμοι οραματιστές, ή μήπως ως απλά «γρανάζια» στην προκαθορισμένη γραμμή παραγωγής των μεγάλων στούντιο; Γιατί ως τέτοια εκτελεστικά όργανα κινδυνεύουν να τυποποιηθούν οι περισσότεροι, αποδεχόμενοι να εγκλωβιστούν σε διασκευές κλασικών έργων («A Star Is Born», «All Quiet on the Western Front») ή στη νοσταλγική αναβίωση πετυχημένων franchise του παρελθόντος («Top Gun», «Indiana Jones» κ.λπ.) με τους ήρωες των παιδικών μας χρόνων μεσήλικες ή αισίως στην τρίτη ηλικία. Η διαχρονική τάση του Χόλιγουντ και των streaming πλατφορμών να ανακυκλώνουν μέσω ριμέικ, ριμπούτ, σίκουελ και σπιν οφ είναι πιο ορατή από ποτέ, σε βαθμό που πλέον μια πρωτότυπη ιδέα είναι εξαιρετικά δύσκολο να χρηματοδοτηθεί. Ο λόγος; Οι εταιρείες παραγωγής γνωρίζουν καλά ότι δεν πρόκειται να πάρουν τα λεφτά τους πίσω εάν εμπιστευθούν ένα διαφορετικό πρότζεκτ, αντί ενός σίκουελ ή ενός ριμέικ με «χτισμένο» fanbase. Αυτό σημαίνει ολοένα και λιγότερες εν λευκώ ευκαιρίες σε δημιουργούς ώστε να υλοποιήσουν ένα ατόφιο προσωπικό όραμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα του κινηματογράφου που παρακολουθούμε. Για να μην παρεξηγηθούμε: Αυτές οι ενστάσεις δεν σημαίνουν ότι μια διασκευή ή ένα σίκουελ είναι απαραίτητα κακά (δείτε τι γράφαμε εδώ πριν λίγα χρόνια για το «Blade Runner 2049»). Αλλά η ασφυκτική μονοπώληση της βιομηχανίας από τέτοιες προσπάθειες, απλά δεν αφήνει κανένα περιθώριο για καλλιτεχνική μετεξέλιξη.