All time classics: «Ο Μεγαλέξαντρος» (1980) του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Λίγες ώρες πριν την αυγή του 20ού αιώνα, σε ένα νεοκλασικό ανάκτορο στην πλατεία Συντάγματος (σ.σ. το Δημαρχείο της Σύρου «μεταμφιέζεται» και ταξιδεύει πίσω στον χρόνο για χάρη της εξιστόρησης), η γαλαζοαίματη αριστοκρατία γιορτάζει το ρεβεγιόν για τον ερχομό της νέας εκατονταετηρίδας, χορεύοντας βαλς με τους εκπροσώπους των μεγάλων «τζακιών» της αστικής τάξης και της πολιτικής ηγεσίας της dieΕλλάδας. Στα πηγαδάκια που σχηματίζονται, ξεδιπλώνεται απροκάλυπτα η υφιστάμενη συνωμοσία της άρχουσας τάξης για τη συγκέντρωση της γης των φτωχών αγροτών. Όπως μαθαίνουμε, οι χωρικοί ενός ορεινού οικισμού-κομμούνας της Ηπείρου είναι οι τελευταίοι αντιστεκόμενοι που πρέπει να καμφθούν.

Την ίδια στιγμή, δραπετεύει από τα δεσμά της φυλακής ο Μεγαλέξαντρος (Ομέρο Αντονούτι), ένας λήσταρχος-προστάτης του λαού που κατάγεται από εκείνο το μικρό χωριό. Στην ανατολή του 1900, μαζί με τα πρωτοπαλίκαρά του, συλλαμβάνει μια ομάδα από επιφανείς Άγγλους διπλωμάτες στον βράχο του Σουνίου και τους θέτει υπό καθεστώς ομηρίας. Σκοπός του, να χρησιμοποιήσει του ξένους ευγενείς ως διαπραγματευτικό όπλο για να ζητήσει την επιστροφή της γης που απέσπασαν ετσιθελικά οι τοπικοί άρχοντες από τους φτωχούς συγχωριανούς του, σε συνδυασμό με τη χορήγηση αμνηστίας στον ίδιο και τους άνδρες του.

Φθάνοντας στο χωριό μαζί με την αντιεξουσιαστική κομπανία του σε ταυτόχρονη συγκυρία με την έλευση μιας ομάδας φίλα προσκείμενων Ιταλών αναρχικών, ο αρματωμένος ληστής γίνεται δεκτός με τιμές λαϊκού ήρωα, ενώ συναντά ένα ιδανικό σύστημα που λειτουργεί με βάση τις αρχές της κολεκτιβοποίησης, της κατάργησης της ιδιοκτησίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης μεταξύ των πολιτών. Πνευματικός ενορχηστρωτής αυτού του συστήματος είναι ο δάσκαλος του χωριού, ο οποίος απηχεί τις κομμουνιστικές θεωρίες. Αφομοιώνοντας τη σοφία του, οι κάτοικοι έχουν σταματήσει τους δείκτες του ρολογιού της κεντρικής πλατείας, παύοντας τον εξουσιάζοντα χρόνο από το να τους ορίζει. Όμως τα αδίστακτα κέντρα εξουσίας δεν είναι διατεθειμένα να παραδοθούν αμαχητί στον θρυλικό κλέφτη και την ιδεατή κοινωνία του, σχηματίζοντας έναν κλοιό από στρατιωτικά τάγματα γύρω από την κοινότητα και δρομολογώντας έναν πόλεμο μέχρις εσχάτων που θα φθείρει τον δογματικό ηγέτη στα μάτια του λαού του.

Παρά την πολύ συγκεκριμένη χρονική τοποθέτηση της αφήγησης, ο γνωστός για τις αριστερές του πεποιθήσεις Θόδωρος Αγγελόπουλος λαμβάνει το έναυσμα ώστε να στοχαστεί συνολικά πάνω στο ιδεολογικό ανάγλυφο της Αριστεράς στη νεότερη Ελλάδα, ψηλαφίζοντάς το μέσα από τον κομβικό ρόλο του ηγέτη της επανάστασης και προσεγγίζοντας πολυεπίπεδα το θέμα της εξουσίας. Η διαφορά με την άτυπη τριλογία της Ιστορίας που προηγήθηκε, είναι ότι τώρα η πολιτική του ματιά είναι πιο ώριμη και σφαιρική από ποτέ, παραχωρώντας στα πικρά του πορίσματα αποστάσεις από ρομαντισμούς και πιθανές ωραιοποιήσεις. Παρακάτω, θα δούμε ακριβώς το γιατί «Ο Μεγαλέξαντρος» («Alexander the Great», 1980) θα πρέπει να λογίζεται ως ένα έργο-κειμήλιο για το ελληνικό σινεμά, πάντα πάνω σε αυτή την προσέγγιση.

Ο αρχετυπικός μπροστάρης του λαϊκού οράματος

Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας ενσωματώνει στοιχεία που συναντώνται σε ένα ευρύ φάσμα ηρώων του έθνους, από τους οπλαρχηγούς της Επανάστασης του 1821 (το μυαλό πηγαίνει αμέσως στον επίσης φυλακισθέντα Θεόδωρο Κολοκοτρώνη) μέχρι τους αντάρτες της Κατοχής και μετέπειτα του Εμφυλίου (εδώ μοιάζει πιο κοντά στον Άρη Βελουχιώτη), κι από τις εμβληματικές μορφές της χριστιανικής θρησκείας -όπως ο Άγιος Γεώργιος- στον Μέγα Αλέξανδρο της αρχαιότητας. Παρουσιάζεται από τον Αγγελόπουλο ως ο εξιδανικευμένος εμπνευστής και καθοδηγητής της -αριστερής- επανάστασης, ως η ανώτερη μορφή που θα δώσει το έναυσμα στους φτωχούς χωριάτες να αμφισβητήσουν την προκαθορισμένη μοίρα τους. Είναι πλασμένος από το μαγικό υλικό των μύθων και προικισμένος με τη στόφα του ουτοπικού ονείρου, η οποία είναι ικανή να τον μετατρέψει σε σωτήρα που θα λυτρώσει τον λαό από τα δεινά του.

Η απομυθοποίηση

Ωστόσο, με την παραμονή του στο προσκήνιο και τη παράταση του αγώνα του ενάντια σε κάθε μορφή εξωτερικής καταπιεστικής εξουσίας (πολιτική, στρατιωτική, δικαστική), ο Μεγαλέξαντρος αρχίζει να αποδομείται και να μετατρέπεται ο ίδιος σε μια ασφυκτική εξουσία για τους συγχωριανούς του. Σε αυτό δείχνει να συντελεί η παραζάλη από το «νέκταρ» της μυθοποίησης που απλόχερα τον έχουν ταΐσει, η οποία αλλοιώνει τη μέχρι πρότινος ορθή του αντίληψη.

Αρχικά, ο στρατηλάτης προϊδεάζει για τη μανία του μεγαλείου του όταν σε μια κρίση επιληψίας που παθαίνει σε δημόσια θέα, οι υπασπιστές του εξαναγκάζουν τον κόσμο να γυρίσει την πλάτη του στον ηγέτη, διότι κανείς δεν νοείται να τον βλέπει σε «ευάλωτη» θέση. Θα έλεγε κανείς ότι οι επιληπτικές κρίσεις είναι οι πρώτες ρωγμές σε μια θεϊκά αψεγάδιαστη εικόνα. Σιγά σιγά, οι αυταρχικές δυνάμεις που τρέφονται από την ασυναγώνιστη φήμη και την ισχύ του Μεγαλέξαντρου αρχίζουν να καπελώνουν τις ηγετικές του αρετές και να τον αποκόπτουν από όσους/όσα εκπροσωπούσε, θέτοντας ο ίδιος χαλινάρια σε ελευθερίες που με τόσο κόπο είχε κατακτήσει η κοινότητα. Μετά από δική του εντολή, το ρολόι του χωριού μπαίνει ξανά σε λειτουργία και τα πρόβατα των συγχωριανών του σφάζονται. Έτσι, το ιδεατό του αφήγημα αρχίζει να χάνει την αίγλη του και να προσγειώνεται στη γη, παρασυρμένο από τα «βαρίδια» των σκοτεινών αρχέγονων ανθρώπινων ενστίκτων που εκδηλώνονται και ωθούνται στην επιφάνεια του χαρακτήρα του. Μιλάμε επί της ουσίας για έναν άνθρωπο που από παλλαϊκό σύμβολο απελευθερωτή καταλήγει παραπροϊόν του ίδιου του του μυθικού στάτους, το οποίο γιγάντωσε τον εγωισμό του και τον παρέσυρε στα μονοπάτια της απολυταρχίας. «Είτε πεθαίνεις ως ήρωας, είτε ζεις αρκετά ώστε να δεις τον εαυτό σου να γίνεται ο κακός» αναφέρει ο ενάρετος και λαοφιλής εισαγγελέας Χάρβεϊ Ντεντ στον «Σκοτεινό Ιππότη» («The Dark Knight», 2008) του Κρίστοφερ Νόλαν, προτού καταλήξει σε Διπρόσωπο. Ο Μεγαλέξαντρος είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτού του αποφθέγματος.

Η άνοδος και η πτώση του σοσιαλιστικού ιδεώδους στο όνομα του ατελούς ηγέτη

Αποδυναμωμένοι από τις εσωτερικές διαμάχες, οι χωρικοί βάλλονται από τον στρατό, ο οποίος επιδιώκει την απελευθέρωση των ομήρων και τη σύλληψη του Αλέξανδρου. Η ιστορία πλησιάζει στην πικρή της έκβαση, μοιάζοντας να επικοινωνεί μια απογοήτευση και μια κοινοποίηση προβληματισμών του ίδιου του Αγγελόπουλου για την πορεία της Αριστεράς. Σε αντίθεση με τους «Κυνηγούς» («The Hunters», 1977), όπου ο κορυφαίος Έλληνας δημιουργός εμφανιζόταν πιο στρατευμένος από ποτέ παρουσιάζοντας σε όλο του το εκτρωματικό μεγαλείο το ανομολόγητο διαχρονικό έγκλημα της κυρίαρχης αστικής δεξιάς απέναντι στην αριστερά στην Ελλάδα, εδώ παρουσιάζεται ώριμα αυτοκριτικός, περιεργαζόμενος την ιδεατή λαοπρόβλητη ηγετική φιγούρα στην οποία ίσως είχε πιστέψει, ωστόσο τελικά όχι μόνο αποδείχθηκε ευσεβής πόθος, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις υπέσκαψε και τις αγνές προθέσεις του κινήματος. Συνδέει δε άρρηκτα την άνοδο και την πτώση του σοσιαλιστικού ιδεώδους με την προσωπολατρία και τη μυθοποίηση εμβληματικών οντοτήτων του αγώνα, οι οποίες ωστόσο δεν παύουν να είναι ανθρώπινες και άρα επιρρεπείς στη διαφθορά και τον δογματισμό της εξουσίας. Η δική του θέση στα πράγματα αντικατοπτρίζεται περισσότερο μέσα από την απογοήτευση των Ιταλών αναρχικών (σ.σ. ομάδα πιστά ταγμένη σε μια αδιαπραγμάτευτη ιδεολογία αυτοδιάθεσης), οι οποίοι εγκαταλείπουν την τυραννίδα του Μεγαλέξαντρου με μια ύστατη επαναστατική πράξη-προκήρυξη ελευθερίας: Καταστρέφουν το ρολόι της πλατείας του χωριού, καταλύοντας εκ νέου τα καταδυναστευτικά καλούπια του χρόνου και επιστρέφοντας στους χωριανούς τη δυνατότητα να κινούνται έξω από αυτά. Όμως ο τύραννος θα τους κυνηγήσει και, πιστός στο μοτίβο της μηδενικής ανοχής, θα τους καταδικάσει όλους σε θάνατο, μαζί με το φιλελεύθερο πνεύμα του χωριού και τις πιο μαχητικές «φωνές» του. Από τη δολοφονική μανία του στρατηλάτη δεν θα γλιτώσει ούτε η θετή του κόρη, ούτε ο δάσκαλος, ούτε τελικά και οι Άγγλοι διπλωμάτες, τους οποίους θα κατασφάξει.

Σε αυτό το σημείο, χωρίς πια το παραμικρό απομεινάρι διαύγειας, η πτώση του Μεγαλέξαντρου μοιάζει αναπόφευκτη. Βαριά πληγωμένος από τη μάχη, γίνεται βορά του πλήθους, και το σώμα του εξαφανίζεται. Στη θέση που άφησε την τελευταία του πνοή, μένει για να τον θυμίζει, σαν αποτύπωμα, μια μαρμάρινη προτομή και λίγο αίμα από αυτό που ποτέ δεν είχε ενδοιασμό να χύσει· είτε το δικό του, είτε των άλλων. Ένας εκπεσών μύθος που κατασπαράχθηκε από το ίδιο του το πόπολο, το οποίο με τόση λατρεία τον είχε υμνήσει.

Χαραμάδα αισιοδοξίας

Ακόμη κι έτσι, το κλείσιμο του κύκλου του Μεγαλέξαντρου σηματοδοτεί το άνοιγμα ενός καινούργιου. Μέσα από την απεικόνιση της εκκόλαψης ενός μικρότερου Αλέξανδρου, ο οποίος φυγαδεύεται από την εμπόλεμη ορεινή ζώνη με προορισμό την πόλη, ο Αγγελόπουλος αφήνει περιθώριο αισιοδοξίας: Ο μικρός φαίνεται πιο συνειδητοποιημένος στις διδαχές του δασκάλου του, ο οποίος τον έχει μυήσει στη σχέση του διπόλου ιδιοκτησίας-εξουσίας και την ιδέα ότι η κοινοκτημοσύνη στην πρώτη μπορεί να ισοδυναμεί με κοινοκτημοσύνη στη δεύτερη· ως εκ τούτου, συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες να δικαιώσει τις προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον. Η μετάβαση του Αλέξανδρου από το χωριό στην πόλη υπονοεί τη μεταπήδηση της ηγετικής φιγούρας από τα βουκολικά σπάργανα της νεότερης Ελλάδας στο σύγχρονο αστικό σκηνικό, αφήνοντας ανοιχτό το κατά πόσο αυτός ο «εκλεκτός» θα παραμείνει το ατελές/εκφυλισμένο μοντέλο ηγέτη του παρελθόντος. Ξεκαθαρίζει ωστόσο την αδιαπραγμάτευτη πίστη του Αγγελόπουλου στην Αριστερά και τα ιδανικά της.

Τα κάδρα του εμβληματικού Έλληνα σκηνοθέτη συνεχίζουν να εντυπωσιάζουν, αλλά εδώ ταυτόχρονα ανακτούν τη δυναμική να αιφνιδιάζουν ως συλλήψεις και αλληλουχίες, ακόμη και χωρίς να αυτονομούνται απόλυτα από τις χαρακτηριστικές φόρμες της άτυπης τριλογίας της Ιστορίας που προηγήθηκε. Τα μακρόσυρτα πλάνα σεκάνς και τα κυκλικά πανοραμίκ παραμένουν κυρίαρχα, παύοντας βέβαια να αιχμαλωτίζουν ολιστικά την έννοια του χρόνου, όπως συνέβαινε στον «Θίασο» («The Travelling Players», 1975). Αυτή τη φορά, η κινηματογραφική μηχανή του Αγγελόπουλου δεν ξεδιπλώνει μια νέα χωροχρονική σύνθεση, αλλά μοιάζει να αναβιώνει ένα γραμμικά συμπαγές και εστιασμένο χρονικό πλαίσιο τόσο στην κοσμική Αθήνα του 1900, όσο και στο ριζικά διαφοροποιημένο τοπίο της υπαίθρου. Παρ’ όλα αυτά, η προβληματική του Αγγελόπουλου είναι πιο διαχρονική από ποτέ: Το υπέροχα εικονογραφημένο αισθητικό χάσμα μεταξύ των σκηνικών της πόλης και του χωριού συνδέει το πρώτο με την έννοια του εκπολιτισμένου παρόντος και το δεύτερο με ένα πιο πρωτόγονο παρελθόν, με τη μετάβαση του ηγέτη-σωτήρα/δυνάστη «Μεγαλέξαντρου» από το ένα στο άλλο να αντικατοπτρίζει εξίσου τόσο τη διαιώνιση των αδιεξόδων και των τελμάτων της νεότερης Ελλάδας όσο και τη λεπτή αχτίδα ελπίδας που αχνοφαίνεται.

Είναι ευχής έργον το ότι η αλληγορική διάθεση που διακρίνει την αγγελοπουλική φιλμογραφία, εδώ προσαρμόζεται άψογα στα μέτρα μιας σφιχτοδεμένης πλοκής με πλούσια αφηγηματική ύλη που αφήνει το αποτύπωμά της στις ψυχές μας, σε αντίθεση με ό,τι προσχηματικό είχαμε παρακολουθήσει ως εξιστόρηση στους «Κυνηγούς». Ο Αγγελόπουλος μιλάει περισσότερο από ποτέ μέσα από τις σιωπές και τις στατικές ή τις βραδυκίνητες σκηνές του, παρά μέσα από τις λέξεις. Επιπλέον, η επιμονή του στα μακρινά πλάνα δίνει περισσότερη έμφαση σε σύνολα ατόμων και σε ό,τι αυτά εκπροσωπούν (π.χ. οι κομουνιστές χωριάτες, ο Ιταλοί αναρχικοί, οι ένοπλοι κλέφτες του Μεγαλέξανδρου). Αυτό κατ’ επέκταση συνεπάγεται ότι ακόμη και κάποιοι πιο σημαντικοί χαρακτήρες παραμένουν αινίγματα για το κοινό, το οποίο δεν μπορεί να εισέλθει στον συναισθηματικό τους κόσμο, παρά μόνο να κάνει προβολή τα δικά του συναισθήματα σε εκείνους. Αυτό, φυσικά, είναι και το ζητούμενο σε μια ταινία που σε παρακινεί να συλλογιστείς και να προβληματιστείς πάνω στην ταραχώδη «μετουσιωτική» πορεία της κοσμοθεωρίας της Αριστεράς τόσο στην Ελλάδα -από την εθνική ανεξαρτησία μέχρι τις μέρες μας-, όσο και ευρύτερα στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» (σ.σ. είναι ξεκάθαρη η αντισταλινική στάση που υιοθετεί το έργο). Η σκηνοθεσία, επομένως, σου δίνει τον χώρο και τον χρόνο για να το πράξεις.

Κερασάκι στην τούρτα της ταινίας είναι αναμφίβολα η παραδοσιακή λαϊκή μουσική επένδυση της ταινίας, διά χειρός Χριστόδουλου Χάλαρη. Εδώ, οι βουκολικές αντηχήσεις των πνευστών οργάνων και των πολυφωνικών σχημάτων γεννούν ένα πολεμικά στοιχειωτικό επικό χαλί που εξυψώνει τον κεντρικό ήρωα στα επίπεδα του θρύλου, δίνοντάς του περίοπτη θέση στο ελληνικό φολκλόρ.

Συνοπτικά: Με την πολιτική του ματιά πιο ώριμη από ποτέ, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αναπτύσσει σε άπταιστη φιλμική γλώσσα το διαχρονικό θέμα του ατελούς λαϊκού ηγέτη-απελευθερωτή, θέτοντάς το στο επίκεντρο μιας σφαιρικής προβληματικής για την πορεία του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, χωρίς όμως να παύει να πιστεύει με θέρμη σε αυτό.

Βαθμολογία

Rating: 5 out of 5.

*Η ταινία προβάλλεται αυτό τον μήνα σε επανέκδοση από τη NEW STAR, αποκλειστικά στο Studio new star art cinema (Σπάρτης & Σταυροπούλου 33, Πλ. Αμερικής) και μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «2023, Έτος Θ. Αγγελόπουλου» που διοργανώνει η NEW STAR σε συνεργασία με την οικογένεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s