Από τον Νίκο Γαργαλάκο
ΥΠΟΘΕΣΗ: Ένας πατέρας μαζί με τους τρεις γιους του αποφασίζουν να αποτραβηχθούν σε μια παλιά αρχοντική έπαυλη που κληρονόμησαν, κρατώντας την υπηρέτριά της. Θα ζήσουν απομονωμένοι εκεί επί επτά ολόκληρα χρόνια, διακόπτοντας τον ύπνο τους μόνο για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών τους…
Στο δεύτερο μισό των 70s, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος διασκευάζει το μυθιστόρημα του Αλμπέρ Κοσερί «Les Fainéants de la vallée fertile» (1948), εξετάζοντας τη διάβρωση που βιώνουν τα μέλη μιας αντιπροσωπευτικής αστικής οικογένειας. Η ταινία μοιάζει με ερωτικό καρπό ενός αντισυμβατικού «τριγώνου», το οποίο απαρτίζεται από το «Θεώρημα» («Teorema», 1968) του Πιερ Πάολο Παζολίνι, τη «Συλλέκτρια» («La Collectionneuse», 1967) του Ερίκ Ρομέρ και το «Μεγάλο Φαγοπότι» (1973) του Μάρκο Φερέρι. Διατηρεί ωστόσο ένα υπολογίσιμο μερίδιο καλλιτεχνικής αυτονομίας, όντας ιδωμένη… ενορατικά μέσα από το σουρεαλιστικό πρίσμα του ελληνικού weird wave, πάνω από τρεις δεκαετίες πριν την επίσημη «γέννηση» του είδους.
Η σκηνοθεσία του Παναγιωτόπουλου επιβάλλει ταιριαστά βραδείς ρυθμούς, σχεδόν κινηματογραφώντας τη στασιμότητα. Χτίζει έτσι, με υπομονή και προσήλωση, μια ατμόσφαιρα σήψης -έως προχωρημένης αποσύνθεσης- στην απομονωμένη «ζουγκλώδη» τοποθεσία. Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η οκνηρία, η χαλαρότητα και σε τελικό στάδιο το μόνιμο καθεστώς ύπνωσης που προσβάλλουν ωσάν εκφυλιστική νόσος όλους τους στεγαζόμενους, με μοναδική εξαίρεση τη μονίμως δραστήρια υπηρεσία του σπιτιού. Οι γωνίες λήψης και η κίνηση της κάμερας εμφυσούν την αίσθηση ότι ο φακός έχει παραβιάσει με ύπουλο τρόπο την ιδιωτικότητα των ηρώων και παρακολουθεί ηδονοβλεπτικά τη σταδιακή τους παραίτηση από οποιαδήποτε ουσιώδη ενασχόληση. Φθάνουμε λοιπόν σε ένα σημείο όπου τα μέλη της οικογένειας εξέρχονται από τη «νάρκη» τους μόνο και μόνο για να δειπνήσουν (αρχικά όλοι μαζί και στη συνέχεια ο καθένας χωριστά στο κρεβάτι του, αφού δεν έχουν κουράγιο ούτε να περπατήσουν) ή να εκτονώσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις πάνω στην εκπρόσωπο των κατώτερων στρωμάτων (μια νύξη στην τάση των προνομιούχων να ασελγούν σε βάρος της εργατικής τάξης), προτού επιστρέψουν στον λήθαργό τους.
Ίσως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας είναι η άψογη καλλιτεχνική της διεύθυνση. Ασφαλώς μιλάμε για ένα άρτια σκηνογραφημένο έργο, όπου κάθε δωμάτιο της αρχοντικής βίλας παραπέμπει σε μια διαφορετική μουσειακή ταπετσαρία, εκλεκτικά διακοσμημένη και ταυτόχρονα άκρως παγερή. Η παλέτα της φωτογραφίας του Ανδρέα Μπέλλη, βασισμένη σε «χλωμά», ξεφτισμένα χρώματα, δίνει μια ταιριαστή ψυχοσωματική υφή αρρώστιας και παντελούς έλλειψης ζωντάνιας στους εσωτερικούς χώρους και τους ανθρώπους τους. Τα καρέ του σελιλόιντ εγκλωβίζουν τους τελευταίους σε αυτό τον άκαμπτο, βαλτωμένο μικρόκοσμο, που θυμίζει ολοένα και περισσότερο μαυσωλείο. Σ’ αυτό το χρυσό «κλουβί», ο μόνος που εκδηλώνει μια κάποια τάση αμφισβήτησης είναι ο μικρότερος γιος, όμως και αυτός δεν φαίνεται να έχει τη δύναμη να ξεφύγει από το τέλμα.

Μέσα από την αλληγορική διάσταση που δίνεται στους «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» («The Idlers of the Fertile Valley»), η ταινία σχολιάζει σκωπτικά τη νοοτροπία των προνομιούχων κοινωνικών καστών που γαλουχούνται στη διαβρωτική παθητικότητα του κηφήνα και στον «glorified» παρασιτισμό, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε ενεργητική διεκδίκηση και κατ’ επέκταση τη διάθεση για την ίδια τη ζωή. Το βλέπουμε και στα μέλη της οικογένειας της εν λόγω έπαυλης, τα οποία αδυνατούν να απογαλακτισθούν και αντιμετωπίζουν φοβικά την προοπτική οποιασδήποτε νέας πρόκλησης που ενδέχεται να συνεπάγεται υποχρεώσεις, δημιουργία, ή ακόμα και κοινωνικοποίηση. Οι σουρεάλ διάλογοι και η απόδοσή τους είναι η κινητήριος δύναμη στην προσπάθεια της ταινίας να ψέξει την επιλογή των ηρώων να μένουν παγιδευμένοι μέσα στην πολυτελή τους «φυλακή». Όταν οι τελευταίοι φθάνουν σε ένα έσχατο σημείο όπου και η παραμικρή υποψία κινητοποίησης, είτε σωματικής είτε πνευματικής, μεγαλοποιείται στα επίπεδα του… ανυπέρβλητου εμποδίου και αποδοκιμάζεται κατηγορηματικά ακόμα και ως σύλληψη (ενώ αντίστοιχα επικροτείται η πλήρης αποχαύνωση), η ισχύς του ειρωνικού χιούμορ φθάνει στο απόγειό της.
Και εγένετο Greek Weird Wave;
Το 2009,ο ερχομός της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα τροφοδοτούσε το τσουνάμι του Greek Weird Wave, που με ηγετική μορφή τον Γιώργο Λάνθιμο και τον δικό του «Κυνόδοντα» («Dogtooth»), κατέφθασε με ορμή για να ταράξει τα νερά εντός και εκτός των συνόρων της χώρας μας. Περισσότερα από 30 χρόνια πριν από την επίσημη γέννηση του μεταμοντέρνου κινηματογραφικού ρεύματος, «Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας» είχαν ήδη φιλοξενήσει πολλά weird wave αξιώματα, αποπνέοντας το δυστοπικό κλίμα, το ψυχρά αποστειρωμένο -και ταυτόχρονα αρρωστημένο- περιβάλλον, αλλά και τη ρομποτοποίηση, τόσο στις ερμηνείες όσο και στη νοοτροπία που ψέγεται. Επιπλέον, η ταινία προχώρησε σε μια ωμά κυνική κατάδειξη κοινωνικοπολιτικών ταμπού και παθογενειών διαμέσου μιας υπερρεαλιστικής γλώσσας. Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, το παράξενο κλίμα του έργου διαμορφώνεται από στοιχεία όπως το ακούσιο deadpan χιούμορ, το οποίο ευδοκιμεί στους ηθελημένα άνευρους διαλόγους.
Συνεπώς, δεν είναι καθόλου υπερβολή αν πούμε ότι το είδος του Greek Weird Wave είχε προοικονομηθεί ήδη από το 1978, χάρη στην αξέχαστη σουρεαλιστική αλληγορία του Νίκου Παναγιωτόπουλου!
Βαθμολογία
*Η ταινία βραβεύθηκε στα Φεστιβάλ του Λοκάρνο και της Θεσσαλονίκης.