All time classics: «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

ΥΠΟΘΕΣΗ: Έπειτα από 32 χρόνια στη Σοβιετική Ένωση, ο Σπύρος (Μάνος Κατράκης), ένας εξόριστος αντάρτης κομμουνιστής, επιστρέφει στην Ελλάδα. Τον υποδέχονται μέσα σε ατμόσφαιρα αμηχανίας ο γιος του Αλέξανδρος (Τζούλιο Μπρόγκι), που είναι σκηνοθέτης του κινηματογράφου, η κόρη του Βούλα (Mαίρη Χρονοπούλου) και η παραμελημένη σύζυγός του Κατερίνα (Δώρα Βολανάκη). Σχεδόν αμέσως, ο ηλικιωμένος νεοαφιχθείς εκφράζει την ανάγκη να επιστρέψει στο χωριό του, το οποίο είχε υπερασπισθεί με τα όπλα στο παρελθόν. Όταν φθάνει εκεί, γίνεται μάρτυρας ενός ξεπουλήματος της γης και των ιδεών για τις οποίες πολέμησε. Προσπαθεί να το αποτρέψει, και αδυνατώντας να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά απομονώνεται από τους πάντες.

Το εμφυλιοπολεμικό τραύμα καταλαμβάνει κεντρική θέση στο πορτρέτο της ταλαιπωρημένης Νεότερης Ελλάδος που φιλοτέχνησε η αγγελοπουλική φιλμογραφία μέχρι το 1984. Αυτό που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έθιξε ευθέως μέσα από τον «Θίασο» (1975) και αναμόχλευσε στρατευμένα και ρεβανσιστικά μέσα από τους «Κυνηγούς» (1977), εδώ στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» («Voyage to Cythera», 1984) το ολοκληρώνει από απόσταση, με μια πικρά απολογιστική ματιά. Αυτός ο ελεγειακός επίλογος αφορά τόσο τον εξοστρακισμένο αριστερό επαναστάτη της ιστορίας που ακολουθούμε, όσο και συνολικά το αποτύπωμα και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του εθνικού διχασμού, σε μια εποχή όπου ο σύγχρονος καπιταλιστικός εχθρός δρέπει τους καρπούς του αδιέξοδου μακροχρόνιου αλληλοσπαραγμού του λαού.

Ο Σπύρος επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από 32 χρόνια, ωστόσο τίποτα από εκείνα για τα οποία πάλεψε και αγωνίστηκε δεν έχει παραμείνει όρθιο. Στην πρώτη της συνεργασία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, η Ελένη Καραΐνδρου συνθέτει μουσική που συνδυάζει κάτι από κλεφτή ματιά στο ανέφικτο και θρήνο για την τραγική απώλεια του ονείρου. Ντυμένες με τη μαγεία της, οι ποιητικές εικόνες του Αγγελόπουλου μας ξεναγούν στην ορεινή γενέτειρα του ηλικιωμένου επαναπατρισθέντα, έναν στοιχειωμένο τόπο που έχει ρημάξει από τη διαχρονική λαίλαπα της ορκισμένης έχθρας. Ο ουρανός είναι μουντός κι ανήλιαγος, το ομιχλώδες και βροχερό τοπίο δεν θυμίζει σε τίποτα τουριστική καρτ ποστάλ από μεσογειακές ομορφιές, τα κάδρα –τόσο στους εσωτερικούς χώρους όσο και στο ύπαιθρο– είναι λιτά και αδειανά. Γενικά, το κλίμα είναι βαρύ και φορτισμένο. Ο Σπύρος θα συναντήσει έναν από τους παλιούς του συντρόφους, αναβιώνοντας τη σφυριχτή γλώσσα των παρανόμων, ενώ θα ξανασμίξει με την υπόλοιπη κομπανία στο νεκροταφείο, όπου θα χορέψει έναν τελευταίο χορό ανάμεσα στα μνήματα των πεσόντων και «απολεσθέντων» φίλων του. Περιπλανώμενος στην ερημιά και στα χαλάσματα, θα απαντήσει κι εκείνους που τον εχθρεύονταν, και μάλιστα θα αναζωπυρώσει πρόσκαιρα τη φλόγα της έχθρας τους, δίνοντας το σύνθημα για ένα νέο «αντάρτικο». Αυτή τη φορά, κόκκινο πανί είναι η μεγάλη εταιρεία που φιλοδοξεί να καρπωθεί σε τιμή ευκαιρίας τη γη των συγχωριανών του για την ανέγερση ενός χειμερινού τουριστικού θέρετρου. Ωστόσο, η μη συμμόρφωση του Σπύρου με το αφήγημα του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού δεν τον καθιστά πλέον μέλος -ή μπροστάρη- ενός κινήματος, παρά μόνο ενοχλητικό «φάντασμα» του παρελθόντος για μια κοινωνία που έχει παραδώσει από καιρό τα όπλα. Οι μνήμες από τα παλιά, τα όνειρα και οι προσδοκίες του βιώνουν την εμφατικότερη διάψευσή τους, κι ανακαλούνται πάνω στην εικόνα ενός παρόντος που είναι πλέον ολότελα ξένο. Ακόμα και τα παιδιά του τον θεωρούν υπαίτιο για τη στοχοποίηση και την απομόνωση μέσα στην οποία μεγάλωσαν.

Η τάση συγκέντρωσης που «προσβάλλει» την παρηκμασμένη ύπαιθρο

Ο Αγγελόπουλος προσεγγίσει με μια υπαινικτική ελλειπτικότητα το απότοκο εκείνου του άτυπου σχεδίου εξόντωσης της ελληνικής υπαίθρου που είχαν ξεδιπλώσει νωρίτερα δημιουργοί όπως ο Θόδωρος Μαραγκός («Μάθε Παιδί μου Γράμματα») στο λιγότερο γνωστό -αλλά ευπρόσδεκτα αποκαλυπτικό- «Λάβετε Θέσεις» του 1973. Εκεί, τα Φιλιατρά του νομού Μεσσηνίας απεικονίζονταν ως ένας ασθμαίνων αγροτότοπος στο χείλος της ερήμωσης (σ.σ. ένα κύμα αστυφιλίας που βαδίζει χέρι χέρι με τις μηδενικές προοπτικές), με ακαθοδήγητους, καταχρεωμένους μικροκαλλιεργητές να παραχωρούν τη γη τους και να μετατρέπονται σε εργάτες στην υπηρεσία των συγκεντρωτικών αγροτών μεγάλης κλίμακας, δίνοντας μια πρόγευση για το μοντέλο που επρόκειτο να κυριαρχήσει στη μεταπολιτευτική Ελλάδα της ΕΕ και της δυτικής «προόδου». Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν χρειάζεται να τα επαναλάβει όλα αυτά για να προχωρήσει τη συζήτηση και να γίνει προφητικός. Αρκείται στο να δείξει τη συμβολαιακή πράξη της μεταβίβασης, όπου οι χωρικοί της ορεινής κοινότητας του Σπύρου καλούνται ένας ένας με τα ονόματά τους για να υπογράψουν την παραχώρηση της γης τους στον έναν και ισχυρό εταιρικό «γίγαντα». Μετά τον μεγαλογαιοκτήμονα του «Λάβετε Θέσεις», η ύπαιθρος προσβάλλεται και από τη «νόσο» των μεγαλοεπενδυτών, που ουδεμία σχέση έχουν με το αγροτικό αντικείμενο, και ουδεμία διάθεση έχουν να ασχοληθούν με αυτό. Εκείνοι οραματίζονται την ανέγερση ενός υπερσύγχρονου χιονοδρομικού, το οποίο θα δώσει ξανά ζωή στην περιοχή. Ή, με άλλα λόγια, θα αλλοιώσει ανεπανόρθωτα τη φυσική της ομορφιά στον βωμό του εταιρικού κέρδους, τα οφέλη του οποίου δεν θα «δρέψει» κανένας από τους κατοίκους που ξεπούλησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Η θέση του Αγγελόπουλου είναι σαφής: Η ελληνική γη πρέπει να καλλιεργείται και να ανήκει σε εκείνους που την πονούν, όχι να πωλείται «κοψοχρονιά» σε εταιρείες ή να συγκεντρώνεται από αχόρταγους αγρότες μεγάλης κλίμακας.

Αυτό που μένει ως κατακάθι από την απεγνωσμένη περιπλάνηση του Σπύρου, είναι η ματαιότητα ενός πολέμου που κύλησε μέχρις εσχάτων, εκμηδενίζοντας τις προοπτικές του λαού και καταδικάζοντάς τον να μένει ακαθοδήγητος και μετέωρος, φθάνοντας τελικά να τον καταντήσει εύκολη λεία στα παραπάνω «τρωκτικά». Το θέτει λιτά και περιεκτικά ο «δεξιός» συγχωριανός που ερμηνεύει ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, αποχαιρετώντας τον πάλαι ποτέ μισητό εχθρό του:

«Μας βάλανε και πολεμήσαμε, βγάλαμε τα μάτια μας. Εσύ από εδώ, εγώ απ’ την άλλη μεριά. Χάσαμε κι οι δυο, ο άνθρωπος με τον άνθρωπο, ο λύκος με τον λύκο».

Πάνω στις στάχτες αυτής της «καμένης» γης, η οποία έχει εξέλθει από τη μακροχρόνια πολεμική λαίλαπα που συντήρησαν απομακρυσμένα κέντρα εξουσίας και εξωγενή συμφέροντα, δεν αποτελεί έκπληξη ότι έρχονται να κερδοσκοπήσουν για άλλη μια φορά κάποια ξένα… επενδυτικά κεφάλαια. Τα θύματα της τελούμενης αγοραπωλησίας, οι απλοί άνθρωποι του μόχθου που ισοπεδώθηκαν άμεσα ή έμμεσα από την εμφύλια διαμάχη και ό,τι επακολούθησε, πλέον βρίσκονται μια ανάσα από το να χάσουν οριστικά τη γη τους, να είναι όλοι τους ανεξαιρέτως ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο, και μάλιστα δείχνουν ενθουσιασμένοι μπροστά στην προοπτική να αποκομίσουν ένα ξεροκόμματο εφήμερου κέρδους από αυτή. Ο Σπύρος, στον αντίποδα, προτιμά να παραδώσει την αγροτική γη κυριολεκτικά στις φλόγες, παρά να τη δει να γίνεται βορά στα κερδοσκοπικά σχέδια που καταστρώνουν οι επενδυτές.

Όντας πρακτικά ξένο σώμα στον ίδιο του τον τόπο, ο Σπύρος θα βιώσει ταιριαστά μια νέα εξορία στην καυστικά αλληγορική τρίτη πράξη της ταινίας: Η ενοχλητική του δράση θα τον θέσει στο μικροσκόπιο των αρχών, η αστυνομία θα πατήσει πάνω πάνω στην απουσία της ντόπιας ιθαγένειας και θα προσπαθήσει να τον ξεφορτωθεί. Αποτυγχάνοντας να τον επιβιβάσουν σε κάποιο πλοίο για να τον απομακρύνουν με ασφάλεια από την ελληνική επικράτεια, οι υπεύθυνοι του λιμενικού θα τον εγκαταλείψουν σε μια μεταλλική φορτηγίδα καταμεσής του πελάγους, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στις ορέξεις του ανελέητου καιρού. Εδώ ο δημόσιος τομέας ξεδιπλώνεται σε όλο το γραφειοκρατικά τραγικωμικό του μεγαλείο, νίπτοντας τας χείρας του σαν Πόντιος Πιλάτος. Ακόμα χειρότερα, απέναντί του δεν υπάρχει πια ένα κίνημα σθεναρής διαμαρτυρίας για την τύχη αυτού του ανθρώπου, παρά μόνο εργατικά συνδικάτα αποτελούμενα από… πανηγυρτζήδες, οι οποίοι στήνουν γιορτές και αφιερώνουν τραγουδάκια στο θύμα από απόσταση ασφαλείας (σ.σ. μια νύξη στη σύγχρονη «αγωνιστική» στάση). Μόνο η γυναίκα αυτού του σύγχρονου Οδυσσέα, πιστή και υπομονετική ως άλλη Πηνελόπη, αποφασίζει να τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος. Παρέα, Σπύρος και Κατερίνα λύνουν τους κάβους της φορτηγίδας τους και ξεκινούν ακυβέρνητοι για το τελευταίο ταξίδι, ως εξόριστα απομεινάρια ενός «ορφανού» παρελθόντος. Μαζί τους αναχωρεί και η ισχύς της ερωτικής αφοσίωσης, η οποία αναδεικνύεται σε όλη της την έκταση στην αυταπάρνηση της γριάς γυναίκας, ερχόμενη σε εμφατική αντίθεση με το ιδιοτελές ερωτικό πάθος που υποκινεί τις πράξεις των παιδιών της.

Η ηθοποιία του Μάνου Κατράκη δίνει υπόσταση στην αγέρωχη πυγμή που κουβαλά ο χαρακτήρας του και ταυτόχρονα στη σύγχυση με την οποία βιώνει το μετέωρο υπαρξιακό του τέλμα. Μάλιστα, η μεγαλειώδης ερμηνεία του πραγματοποιεί ένα άλμα στο προσκήνιο, σπάζοντας τα αγγελοπουλικά στεγανά που θέλουν τον ηθοποιό σχεδόν αθέατο υποστηρικτικό γρανάζι της εικαστικής μηχανής. Τα χαρακτηριστικά κυκλικά τράβελινγκ του κορυφαίου αποκτούν κεντρικό άξονα εστίασης στο πρόσωπο του μεγάλου ηθοποιού και τα απλανή βλέμματά του, καθώς εκείνος συζητά με τον Χάρο σε ένα σημείο διαμετακόμισης του λιμανιού που μοιάζει με συμβολικό προθάλαμο «αναχώρησης» από τη ζωή προς τον θάνατο. Ο φακός του Αγγελόπουλου εστιάζει για πρώτη φορά με τόση σιγουριά και λεπτομέρεια στην ατόφια έκφραση συναισθημάτων που παράγει η επιδέξια τέχνη του βετεράνου ηθοποιού, χωρίς να αρκείται στη συνήθη τακτική να χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς ως σύμβολα ή παραστήματα σε γενικά πλάνα.

Εκτός από τη δουλειά πίσω από την κάμερα, ο Αγγελόπουλος δίνει εμμέσως το «παρών» στην ιστορία ως «πρωτοπρόσωπος παρατηρητής» (σ.σ. ο γιος του Σπύρου, Αλέξανδρος). Είναι ο σκηνοθέτης που αναζητά έμπνευση για την πατρική φιγούρα της ιστορίας του, και τελικά τη βρίσκει -ή τη φαντάζεται- σε έναν ηλικιωμένο πλανόδιο που πουλάει λεβάντες. Αντλώντας εκ νέου επιρροές από την αρχαία ελληνική μυθολογία, η γραφή του Αγγελόπουλου σε συνεργασία με τους Τονίνο Γκουέρα και Θανάση Βαλτινό, βρίσκει τρόπους προκειμένου να εξάψει την προσοχή και να γίνει διφορούμενη με τη διαχείριση του χρόνου και των προσώπων. Ως προς το πρώτο σκέλος, εάν δεχθούμε ότι η προσπάθεια του σκηνοθέτη Αλέξανδρου είναι να ξαναζωντανέψει αυτοβιογραφικά μέσω της τέχνης του τις παρελθοντικές μνήμες από τον πραγματικό του πατέρα, η πανέξυπνα δομημένη πρώτη πράξη της κυρίως ταινίας μπορεί να τοποθετηθεί στο παρόν (σ.σ. το κάστινγκ για να βρεθεί ο κατάλληλος γηραιός κύριος ώστε να ενσαρκώσει τον ρόλο του πατέρα, ο εντοπισμός του κατάλληλου προσώπου από τον Αλέξανδρο και η προβολή της μορφής του πατέρα επάνω του -πάνω σε οικεία μονοπάτια), ενώ το κύριο μέρος της ταινίας μπορεί να ιδωθεί ως μια αναδρομή στο παρελθόν και στα πραγματικά βιώματα της οικογένειας κατά τον προηγηθέντα επαναπατρισμό του πατέρα. Κάπου στην πορεία, εμπόδιο σε αυτή την εκδοχή μπαίνει η παρουσία της «αδελφής» Βούλας, η οποία σκιαγραφείται σε μια εμβόλιμη σκηνή ως ερωμένη του σκηνοθέτη-«αδελφού» της. Μπορεί λοιπόν όλα να ξεκινούν από τον γέρο που πουλάει λεβάντες στο δρόμο, ο οποίος τραβά την προσοχή του διψασμένου για έμπνευση σκηνοθέτη και γίνεται σημείο αναφοράς για να χτιστεί πάνω του ο ρους του έργου, με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της ιστορίας να ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους. Η ιστορία μπορεί να βασίζεται στα βιώματα του σκηνοθέτη, μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι η πραγματική του ζωή, ή απλά η αναβίωσή της μέσα από τον φακό.

Σε κάθε περίπτωση, οι γραμμές παραμένουν ηθελημένα θολές ανάμεσα στα δρώμενα εντός της ταινίας-μέσα-στην-ταινία, και στα όσα λαμβάνουν χώρα εκτός των γυρισμάτων, ακόμα και σε φαντασιακό επίπεδο, σε μια προσπάθεια να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο θέμα της μετέωρης κατάστασης και της ασαφούς ταυτότητας των κεντρικών προσώπων. Αυτό με τη σειρά του έρχεται να πλαισιώσει το κυρίαρχο θέμα του έργου: Η «οικογένεια» που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, όπως και κάποιοι από τους περιφερειακούς χαρακτήρες, απαρτίζουν ένα σύνολο ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούν να υπαχθούν πουθενά με απόλυτη βεβαιότητα, και έτσι ξεμένουν σε ένα ακαθόριστο περιθώριο. Είναι ορφανοί, είτε από πατρίδα, είτε από όνειρα, είτε από συναισθήματα, όπως εντονότερα ανένταχτος και φορτωμένος με τις ταμπέλες του εξόριστου και του άπατρι είναι ο πατέρας, ο οποίος έχει ορίσει εμμέσως τη μοίρα των δικών του. Η γυναίκα του, Κατερίνα, θυσίασε 32 χρόνια περιμένοντάς τον, ενώ θα μπορούσε να είχε φτιάξει τη ζωή της με τον επιζώντα φίλο του. Οι δυο τους δεν το αποτόλμησαν ποτέ, θυσίασαν τα αισθήματά τους από σεβασμό προς εκείνον. Αντίθετα, ο Σπύρος θα αποκαλύψει ότι έκανε οικογένεια και παιδιά στη Σοβιετική Ένωση, αφήνοντας τη μονόπλευρη θυσία της Κατερίνας να αιωρείται, μαζί με τις τρεις και πλέον δεκαετίες καρτερικής υπομονής της! Τέλος, ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος και η ηθοποιός Βούλα, τα παιδιά του Σπύρου στην Ελλάδα, μεγάλωσαν στη σκιά της απουσίας του και υπό το βάρος όλων όσων του προσάπτονταν, ενώ τώρα πορεύονται σε μια εποχή χρεοκοπημένη από συλλογικό όραμα, ιδέες και συναισθήματα. Εκείνος ψάχνει εξιλέωση πρωτίστως στην τέχνη (μπορεί όμως να έρθει η λύση αποκλειστικά από εκεί;) και δευτερευόντως σε εξωσυζυγικά ερωτικά πάθη. Εκείνη αρχικά τηρεί αμέτοχη στάση, έπειτα αποστασιοποιείται και τελικά ακολουθεί τις ερωτικές παρορμήσεις της. Αμφότεροι ψάχνουν διέξοδο, αλλά φαίνεται να παραμένουν το ίδιο αποπροσανατολισμένοι…

Πάνω από όλα, το «Ταξίδι στα Κύθηρα» είναι μια υπαρξιακή «ελεγεία»: Για την Ελλάδα και τις διαχρονικές αγκυλώσεις της, για τη ματαιότητα του εμφυλίου σπαραγμού του λαού της, για τους επαναστάτες της που διώχθηκαν ανελέητα, για τις παράπλευρες απώλειες του ατέρμονος αγώνα υπέρ ενός ιδεατού οράματος και για το νέο «τέρας» που ξεφυτρώνει πάνω στα αποκαΐδια της ήττας (ο καπιταλιστικός εκφυλισμός της υπαίθρου). Σε αντίθεση με την αμφισημία των πρωταγωνιστικών προσώπων της ταινίας, τα συμπεράσματα είναι απολύτως ευδιάκριτα όσον αφορά την ελληνική «ουτοπία» και το άπιαστο όνειρο των «Κυθήρων», το οποίο τελικά μπαίνει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας μαζί με τα «φαντάσματα» που το κυνήγησαν με μαχητικότητα και αυταπάρνηση. Πλέον, μπροστά στην απειλητική θέα της σύγχρονης καπιταλιστικής μηχανής που απαλλοτριώνει ό,τι απόμεινε από τις στάχτες του ένοπλου αγώνα, ο χάρτης πορείας παραμένει θολός και αβέβαιος για έναν μετέωρο λαό που έπαψε να βλέπει τον «φάρο» των συλλογικών ιδανικών, ενώ το μέλλον φαντάζει υποθηκευμένο στην «τράπεζα» της ιδεολογικής και ηθικής χρεοκοπίας.

Βαθμολογία

Rating: 4.5 out of 5.

*Η ταινία κέρδισε τα βραβεία των κριτικών της FIPRESCI και σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών.

**Η έκτη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, προβάλλεται σε επανέκδοση από τις 04/05 στο STUDIO new star art cinema και μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «2023, Έτος Θ. Αγγελόπουλου» που διοργανώνει η NEW STAR σε συνεργασία με την οικογένεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s