«Soy Cuba» (1964): Η καλύτερη ταινία «προπαγάνδας» όλων των εποχών

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Την επαύριον της 70ής επετείου από την έναρξη της Κουβανικής Επανάστασης (σ.σ. 26 Ιουλίου 1953), η εμβληματική ταινία «Είμαι η Κούβα» («Soy Cuba» / «I am Cuba», 1964) επιστρέφει στις ελληνικές αίθουσες σε αποκατεστημένες κόπιες από τη New Star, σηματοδοτώντας μια από τις σημαντικότερες επανεκδόσεις του καλοκαιριού. Η ταινία του Σοβιετικού σκηνοθέτη Μιχαήλ Καλατόζοφ αφηγείται τέσσερις ανεξάρτητες ιστορίες που χρονολογούνται επί δικτατορίας Φουλχένσιο Μπατίστα (1952-1959), εστιάζοντας στη δυσχερή καθημερινότητα των ντόπιων που «φυτοζωούν» στη σκιά της τουριστικής αναψυχής των ξένων, αλλά και τα προπαρασκευαστικά στάδια από τον κοινωνικό αναβρασμό μέχρι τον θρίαμβο του αγώνα των καταπιεσμένων με μπροστάρη τον Φιντέλ Κάστρο.

Βουτώντας στο παρασκήνιο της φανταχτερής εξωτικής βιτρίνας που είχε δημιουργηθεί για να εξυπηρετείται η αχαλίνωτη διασκέδαση των αναρίθμητων Βορειοαμερικανών επισκεπτών, ο Καλατόζοφ ζουμάρει στην ασφυκτική καθημερινότητα του εξαθλιωμένου εγχώριου πληθυσμού και τις κοινωνικές ζυμώσεις που τροφοδότησαν το κίνημα υπέρ της νικηφόρας Κουβανικής Επανάστασης. Στο σπονδυλωτό έργο-ξενάγηση στην αθέατη πλευρά της Κούβας του στρατηγού Μπατίστα, η πρώτη διήγηση θέτει στο επίκεντρο τη Μαρία, μια γυναίκα που προσπαθεί να επιβιώσει στην Αβάνα της νύχτας και νιώθει ντροπιασμένη όταν ένας άνδρας που ενδιαφέρεται γι’ αυτήν, ανακαλύπτει πώς βγάζει το μεροκάματό της. Τα διεισδυτικά μονοπλάνα του κινηματογραφιστή Σεργκέι Ουρουσέφσκι κυριαρχούν, και ως μονοκόμματες περιηγήσεις γεφυρώνουν, μαζί με το άψογο –όπου χρειάζεται– μοντάζ, την απόσταση από τον σεξοτουρισμό των νυχτερινών καταγωγίων και την κραιπάλη των κοσμοπολίτικων θερέτρων, μέχρι την αυστηρώς μη… «καρτποσταλική» εικόνα της εξαθλίωσης των ντόπιων. Ένα πρώτης τάξεως μάθημα για τους εύπορους επισκέπτες που αποστρέφουν το βλέμμα από την καθημερινή φτώχεια των παραγκουπόλεων, μένοντας στη χλιδάτη «επιφάνεια» των καζίνο και των μπαρ. Μέχρι που η πρώτη αποφασίζει να τους κατακλύσει με σοκαριστικά, ωμά ερεθίσματα, τρέποντάς τους εις άτακτον φυγήν.

«Καλλιεργώντας» ένα κολάζ θολών αναμνήσεων, ο φακός μας εξοικειώνει ευσύνοπτα με τον βίο του Πέδρο, του πρωταγωνιστή της δεύτερης ιστορίας. Εκείνος είναι ένας γέρος αγρότης, ο οποίος αναγκάζεται να αναστήσει μόνος τα παιδιά του, με πολύ ιδρώτα, πόνο και στέρηση. Τον συναντάμε ταλαιπωρημένο από τις κακουχίες της αγροτικής εργασίας, να κάνει επίκληση για βροχή. Στον λόγο του συμπυκνώνεται όλη η απελπισία ενός ανθρώπου που αγωνίζεται με λειψά μέσα για να εξασφαλίσει την επόμενη μέρα για τον ίδιο και τους δικούς του.

Τα στοιχεία της φύσης κάνουν το χατίρι στον αγρότη, ο οποίος βλέπει μια ικανοποιητική σοδειά ζαχαροκάλαμου. Όμως ο μεγαλοτσιφλικάς της περιοχής δεν θα είναι το ίδιο γενναιόδωρος. Ο σενιόρ Ακόστα, όπως ονομάζεται εκείνος, διαμηνύει στον ακτήμονα Πέδρο ότι μόλις παραχώρησε την καλλιεργούμενη έκταση στην αμερικανική πολυεθνική United Fruit Company. Ο ηλικιωμένος παραγωγός βρίσκεται αντιμέτωπος με την καταστροφική προοπτική του εκτοπισμού όχι μόνο από τη γη που καλλιεργούσε, αλλά και από την οικογενειακή του εστία, για χάρη των ξένων συμφερόντων που τα λυμαίνονται. Ο ίδιος δεν αποκαλύπτει τίποτα στα παιδιά του και συνεχίζει κανονικά με τη συγκομιδή, πίνοντας μόνος το πικρό ποτήρι της επικείμενης έξωσης. Τελικά, έχοντας εξωθηθεί σε μια κατάσταση ημιπαραφροσύνης, αρνείται να συνθηκολογήσει με τον αδηφάγο και απρόσωπο καπιταλιστή «κατακτητή». Προτιμά να κάψει τη σοδειά του και να αφανιστεί μαζί της. Με την απονενοημένη πράξη του, θα αναχθεί σε ένα από τα αιματοβαμμένα παραδείγματα που θα φουντώσουν στον λαό του τη φλόγα για απόταξη του ζυγού της εκμετάλλευσης.

Η τρίτη ιστορία μας φέρνει στα ενδότερα του αντιστασιακού κινήματος, το οποίο έχει αρχίσει να οργανώνεται. Ένας φοιτητής αντιμετωπίζει ένα πλήθος Αμερικανών ναυτών και αντικρίζει φίλους του να πυροβολούνται από αστυνομικούς, στην προσπάθειά τους να διανείμουν φυλλάδια για τον Κάστρο. Εκεί θα λάμψει το θέμα του συναισθανόμενου επαναστάτη ενάντια στον αποκτηνωμένο εξουσιαστή –ο οποίος εκτελεί κυνικά και αδιακρίτως–, βάζοντάς στην εξίσωση τον παράγοντα του ηθικού πλεονεκτήματος, μαζί με επιπλέον καύσιμη ύλη στην ατμομηχανή του ξεσηκωμού, η οποία ορθώνει ασπίδα ενάντια στη βίαιη καταστολή από τις αρχές.

Διερχόμενοι μέσα από τον κλεφτοπόλεμο μεταξύ ανταρτών και καθεστωτικών στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα, εκεί που πλάθονται ιστορίες από το υλικό των ηρώων για να «υψωθεί» το «λάβαρο» της επαναστατικής νίκης, οδηγούμαστε σε ένα απομονωμένο ορεινό αγροτόσπιτο για την τελευταία εκ των τεσσάρων ιστοριών. Στο κατώφλι των χωρικών Μαριάνο, Αμέλια και των τεσσάρων παιδιών τους, θα βρεθεί ένας καταπονημένος αντάρτης. Ο σπιτονοικοκύρης περιθάλπει τον επισκέπτη αλλά τον διαβεβαιώνει –ωσάν σύγχρονος Πόντιος Πιλάτος– ότι τα δικά του χέρια είναι μονάχα για να οργώνουν, και όχι να σπέρνουν τον θάνατο. «Είναι όμως δική σου η γη που οργώνεις;» του απευθύνει το αποστομωτικό ερώτημα εκείνος. Η σύντομη αλληλεπίδραση και οι επακόλουθες σκηνές του ανεξέλεγκτου αεροπορικού βομβαρδισμού των λόφων της περιοχής από τις δυνάμεις του Μπατίστα θα αποδείξουν ότι, όταν ο κόμπος για την κοινωνία φτάσει στο χτένι, κανείς δεν μπορεί να μένει αμέτοχος μπροστά στη στέρηση του δικαιώματος για μια αξιοπρεπή ζωή με στοιχειώδεις κοινωνικές παροχές (μέσα διαβίωσης, παιδεία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δικαίωμα στη στέγαση και την εργασία). Αλλιώς, εκείνη η λαίλαπα που μπορεί να μην μας αγγίζει προσωπικά σήμερα, θα έρθει δριμύτερη για να μας εξαφανίσει αύριο.

Το πέρασμα της σκυτάλης από τη μια ιστορία στην άλλη, εκτός από το να αποτυπώνει σε όλες τους τις μορφές την άδικη μεταχείριση και την υποτίμηση εις βάρος των Κουβανών, απεικονίζει βαθμιδωτά τη φυσιολογική κλιμάκωση της λαϊκής οργής και της ανάγκης για ανατροπή. Καλύπτονται δηλαδή όλες οι δραστικές ουσίες που συμβάλλουν στο να περάσουμε από την αυθόρμητη αντίδραση (ανισότητες, αδικία, εκμετάλλευση από εξωγενείς παρόγοντες, προπαγάνδα, βία και εκφοβισμός) στη σύνθεση και τη γιγάντωση ενός στέρεου επαναστατικού κινήματος (κοινός στόχος, συσπείρωση, αλληλεγγύη, μεθοδικότητα, αυταπάρνηση), με ανθρώπινο και όχι στυγνό πρόσωπο.

Eικαστικό κομψοτέχνημα

Οι ευρυγώνιες λήψεις του Ουρουσέφσκι μετατρέπουν από τη μια τους καταπιεστές σε μια παραμορφωμένη, εκτρωματική τυραννία, και από την άλλη το περιβάλλον των καταπιεσμένων σε ασφυκτική γυάλα, από την οποία δεν υπάρχει εύκολη διέξοδος. Επιπλέον, μέσα από εφάμιλλα πρωτοποριακές τεχνικές, ο φακός ακολουθεί πιστά την κάθε κίνηση των ηρώων μας, γενόμενος ένα μαζί τους στη δοκιμασία και τη συντριβή τους: είτε με το σώμα της Μαρία που εξαναγκάζεται να εκτελέσει χρέη συνοδού και μετατρέπεται σε μπαλάκι του πινγκ πονγκ ανάμεσα στους Αμερικανούς καβαλιέρους που τη «χορεύουν» στο νυχτερινό κέντρο, είτε με το δρεπάνι του αγρότη που εκτελεί πεισματικά την εργασία του παρά τις αντιξοότητες, εν μέσω ψυχικού κλονισμού, είτε με το σώμα ενός εκτελεσθέντος αντιστασιακού που πέφτει στο κενό από το μπαλκόνι όπου μοιράζει επαναστατικά φυλλάδια.

Όταν ένας άλλος αντιστασιακός πλήττεται από μια σφαίρα, η κάμερα που τον ατενίζει σπαρταράει μαζί του και έξαφνα μένει στήλη άλατος, παγώνοντας τον χρόνο. Μέχρι την ολοκλήρωση της σεκάνς, οι απανωτοί ελιγμοί και η διαρκής κινητικότητα του φακού έχουν εξισώσει την οπτική γωνία της κάμερας με το επιθανάτιο βλέμμα του επαναστάτη-μάρτυρα. Στον απόηχο των βίαιων κλιμακώσεων, πάντα μεσολαβούν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής, θρήνου και περισυλλογής πάνω σε αυτές τις ατομικές τραγωδίες που καταλήγουν σε συλλογική τραγωδία ενός ολόκληρου έθνους.

Ακρογωνιαίος λίθος της φωτογραφίας της ταινίας είναι τα εντυπωσιακά τράβελινγκ που σχεδόν εξήντα χρόνια μετά την πρώτη έξοδό της στις αίθουσες δεν έχουν χάσει τίποτα από την αίγλη τους, συνθέτοντας ένα γνήσια ποιητικό και συνάμα εκθαμβωτικό αποτέλεσμα που θα πρέπει να διδάσκεται σε κάθε σχολή κινηματογράφου, από κοινού με την άψογη σκηνογραφική εκτέλεση. Στο συγκλονιστικό πλάνο της εξόδιου ακολουθίας ενός επαναστάτη, ο φακός ξεκινά την πορεία του μέσα από το πλήθος των πενθούντων, «αναλαμβάνεται» κάθετα στους ουρανούς και στη συνέχεια διέρχεται μέσα από ένα εργοστάσιο κατασκευής πούρων για να καταλήξει να ατενίζει εκ νέου τη λαοθάλασσα της νεκρικής πομπής από ψηλά, σαν να συμπυκνώνει κάτω από τις «φτερούγες» του όλο τον λαό της Κούβας. Αντιστάθμισμα σε αυτή την εντυπωσιακή λήψη με κάμερα σε γερανό, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη και την αντεστραμμένη φορά της κίνησης, προσφέρει η εξίσου αξέχαστη –σχεδόν εναρκτήρια– κατακόρυφη λήψη και βουτιά του φακού από ύψος αρκετών ορόφων, ξεκινώντας από τις εκδηλώσεις μόδας στη στέγη ενός ξενοδοχείου, προσπερνώντας την ξεγνοιασιά των πάμπλουτων παραθεριστών στα μπαλκόνια και τους προαύλιους χώρους, και καταλήγοντας τελικά στον πάτο της πισίνας, προκειμένου να αποδώσει την τρυφηλή ζωή στην αποστειρωμένα «λαμπερή» όψη του νομίσματος. Πρόκειται για δυο εμβληματικά πλάνα σεκάνς που προσομοιάζουν ως τεχνοτροπίες αλλά λειτουργούν ως αντίθετοι πόλοι, ξεναγώντας σε δυο χαοτικά διαφορετικούς κόσμους. Μια ταινία που σου δίνει την εντύπωση ότι τα έχεις δει όλα, από το άσπρο έως το μαύρο, το γυαλιστερό μέχρι το σκουριασμένο, ακόμα και μέσα από τεχνικές που σου είναι πρακτικά αδύνατο να φανταστείς ότι μπορούν να αποτυπωθούν στο μεγάλο πανί.

Εβδομήντα χρόνια μετά τις απαρχές της, πολλά μπορούν να ειπωθούν –και να αμφισβητηθούν– για τα επίπεδα στα οποία η επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο ωφέλησε τον κουβανικό λαό, συνυπολογίζοντας ότι τα περισσότερα εμπόδια στην έκτοτε ευημερία του μπήκαν από εξωγενείς παράγοντες (βλ. εμπάργκο των ΗΠΑ κατά της Κούβας). Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι ότι στο εκτρωματικό «τουριστικό προτεκτοράτο» που είχε δημιουργήσει ο δικτάτορας Μπατίστα, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ο απαιτούμενος ζωτικός χώρος ώστε να καρποφορήσει η κοινωνική δικαιοσύνη και η προοπτική μιας καλύτερης ζωής για τον λαό. Αυτή την πραγματικότητα εκθέτει κατά κύριο λόγο η ταινία, παρακολουθώντας στενά όλες τις διεργασίες που οδηγούν στη ζύμωση ενός συνειδητοποιημένου επαναστατικού κινήματος με σκοπό να ανακτηθεί το δικαίωμα στην ελπίδα.

Το «Soy Cuba» είναι μια «κομουνιστική» συμπαραγωγή Σοβιετικής Ένωσης και Κούβας με σαφή ροπή προς τον διδακτισμό, αλλά και σπάνιο κινηματογραφικό όραμα που υπερβαίνει και συνάμα υπηρετεί τον άμεσο σκοπό του έργου. Η καλύτερη ταινία προπαγάνδας όλων των εποχών, μια αποθέωση του σινεμά, ένα έργο –ευτυχώς όχι χαμένο– που θα πρέπει να διδάσκεται εσαεί στις σχολές Κινηματογραφίας.

Βαθμολογία

Rating: 4.5 out of 5.

Σχολιάστε