«Ο Κύριος Κλάιν» («Mr. Klein», 1976): Η κοινωνία της αδιαφορίας και το ρεσιτάλ του Αλέν Ντελόν

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

ΥΠΟΘΕΣΗ: Είναι Ιανουάριος του 1942 στο Παρίσι και ο Γάλλος έμπορος τέχνης Ρόμπερτ Κλάιν κάνει θραύση. Για εκείνον, η ναζιστική κατοχή είναι μια μοναδική επιχειρηματική ευκαιρία, αφού οι Εβραίοι που φεύγουν από τη χώρα είναι απίθανο να παζαρέψουν την αξία των κειμηλίων τους. Όταν, όμως, μια εβραϊκή εφημερίδα καταλήγει μυστηριωδώς στη διεύθυνση του σπιτιού του, η άνετη ζωή του αρχίζει να ανατρέπεται…

Σε αυτό το συγκλονιστικά σκηνογραφημένο και ατμοσφαιρικά βραδυφλεγές καφκικό θρίλερ μυστηρίου που πραγματεύεται πολυδιάστατα και ευθαρσώς πολιτικοποιημένα την έννοια της ταυτότητας, ο Αλέν Ντελόν υποδύεται τον Ρομπέρ Κλάιν, έναν διάσημο έμπορο τέχνης που κάνει «χρυσές δουλειές» στην υπό ναζιστική κατοχή Γαλλία του 1942. «Ο Κύριος Κλάιν» («Mr. Klein» / πρωτ. τίτλος «Monsieur Klein», 1976) δεν διστάζει να εκμεταλλεύεται την ανάγκη των πανικόβλητων Γάλλων Εβραίων, οι οποίοι πωλούν όσο όσο τα έργα τέχνης που βρίσκονται στη συλλογή τους, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν πόρους για να εγκαταλείψουν εγκαίρως τη χώρα. Ο γοητευτικός τυχοδιώκτης χρυσώνει το χάπι στους απεγνωσμένους «πελάτες» του, επιστρατεύοντας «κούφια» λόγια παρηγοριάς και δήθεν ενσυναίσθησης, όταν είναι φανερό ότι μέλλεται μόνο να κερδοσκοπήσει και να συνεχίσει να ζει με όλες τις αριστοκρατικές του ανέσεις, όπως συνέβαινε ανέκαθεν.

Σε ανύποπτο χρόνο, μια εβραϊκή εφημεριδα παραδίδεται στο κατώφλι του σπιτιού του Κλάιν. Θορυβημένος, εκείνος επισκέπτεται τα κεντρικά γραφεία του εντύπου προκειμένου να λύσει την παρεξήγηση, ωστόσο πληροφορείται ότι το όνομά του είναι καταχωρημένο στη λίστα των συνδρομητών. Υπαίτιος για το μπέρδεμα φαίνεται ότι είναι ένας Εβραίος καταζητούμενος, συνονόματος του Κλάιν, που ζει κι εκείνος στο Παρίσι, ο οποίος φέρεται να έχει αλλάξει τη διεύθυνσή του ώστε να παραπέμπει στον έμπορο τέχνης, σε μια προσπάθεια να τον στοχοποιήσει. Διαβλέποντας τα εκδικητικά κίνητρα πίσω από το μπέρδεμα, ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να αποταθεί στην αστυνομία, ωστόσο η θεωρία του -ότι υπάρχει κάποιος Εβραίος με το ίδιο όνομα που τον έχει εμπλέξει επίτηδες- δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί και ο ίδιος παραμένει στο μικροσκόπιο των αρχών. Μάλιστα, η επίμονη προσπάθεια να εντοπίσει τον Εβραίο «σωσία» του (σ.σ. προκύπτει ότι μοιάζουν και στο παρουσιαστικό), σε συνδυασμό με την αδυναμία του να προσκομίσει αδιάσειστες αποδείξεις που να πιστοποιούν τη μη εβραϊκή καταγωγή του ίδιου, φουντώνουν τις υποψίες της αστυνομίας ότι ίσως πρόκειται για ένα δικό του πανούργο σχέδιο προκειμένου να διαφύγει της σύλληψης.

Σχεδόν ξέχωρα από την υπόλοιπη πλοκή, η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας διαδραματίζεται σε μια νοσοκομειακή αίθουσα. Εκεί, γινόμαστε μάρτυρες μιας εξευτελιστικής για την ανθρώπινη προσωπικότητα ιατρικής εξέτασης, η οποία εκείνη την εποχή αποτελούσε παγιωμένη διαδικασία ψευδοεπιστημονικής τεκμηρίωσης της εβραϊκής ή μη καταγωγής, βάσει… ανατομίας. Μια γυναίκα (δεν θα την ξαναδούμε παρά μόνο στο τέλος της ταινίας) ψηλαφίζεται άγαρμπα και ελέγχεται ενδελεχώς από έναν ιατρό, ο οποίος αποφαίνεται για την καταγωγή της, σε μια σκηνή που σίγουρα επηρέασε την αντίστοιχη στο μεταγενέστερο «Samiblood» (2016). Μετά τη στοχοποίηση του Κλέιν, η εν λόγω σεκάνς αποκτά διαφορετική διάσταση: Το «κατά προσέγγιση» ιατρικό πόρισμα για τις ακριβείς καταβολές της γυναίκας, πέρα από άτυπη εισαγωγή στο κεντρικό εννοιολογικό θέμα της ταινίας (περίπτωση λανθασμένης ταυτότητας), αντικατοπτρίζει τώρα την αβεβαιότητα του ίδιου του πρωταγωνιστή να τεκμηριώσει με αποδεικτικά στοιχεία τις ρίζες του, και τον μετέπειτα κλονισμό όλων όσων εκπροσωπεί η παρουσία του ως ξεδιάντροπου αμοραλιστή Αλσατού δανδή. Το συμβάν είναι αρκετό για να προκαλέσει τριγμούς στην (αυτο)πεποίθηση του Κλάιν ότι είναι άτρωτος και προφυλαγμένος από κάθε απειλή, βάζοντάς τον σιγά σιγά στο κάδρο των κυνηγημένων που οδηγούνται στον όλεθρο: Eίναι πλέον κι αυτός ένας στοχοποιημένος που βρίσκεται προσωρινά (;) υπό διωγμόν.

Το «Mr. Klein» ρίχνει φως σε μια πολύ σκοτεινή -αλλά όχι ανεπιστρεπτί ξεπερασμένη- περίοδο για την ανθρωπότητα, και αυτό περνάει 100% στον φακό του κινηματογραφιστή Τζέρι Φίσερ. Από τα «μουσειακής» αισθητικής αρχοντικά, έως τα πιο ταπεινά οικήματα, τα προσεγμένα στη λεπτομέρεια σκηνικά εμποτίζονται με την ψυχρή, ανήλιαγη αισθητική ενός μαυσωλείου. Τα ξεφτισμένα, μουντά χρώματα και οι φωτοσκιάσεις κυριαρχούν και στους εξωτερικούς χώρους, ενώ τα χλωμά πρόσωπα των ανθρώπων δίνουν μια επίγευση αρρώστιας. Σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη, Τζότζεφ Λόουζι, αριστερό αυτοεξόριστο στην Ευρώπη λόγω μακαρθισμού -και άρα ιδανικό να διηγηθεί μια ιστορία με θέμα το λυσσαλέο ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύει η απολυταρχική εξουσία ενάντια σε έναν πολίτη που μέχρι τότε ζούσε άνετη ζωή-, κυρίαρχος σχολιασμός της ταινίας είναι η αδιαφορία και η απανθρωπιά των Γάλλων απέναντι σε τμήματα του λαού τους, φωτογραφίζοντας τα έργα και τις ημέρες του φιλοναζιστικού καθεστώτος του Βισύ στη Γαλλία.

Χωρίς το προστατευτικό δίχτυ που του παρείχε η μέχρι πρότινος ψευδαίσθηση της ασφάλειας που αφελέστατα έτρεφε, και έχοντας πια επίγνωση ότι έχει γίνει εφάμιλλα ανεπιθύμητος με τους μέχρι πρότινος «πελάτες» του, ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας γνωρίζει τώρα από προσωπική εμπειρία πώς είναι να παίζουν με τη ζωή σου και να σε ωθούν στο περιθώριο από τη μια στιγμή στην άλλη. Είναι ένα πάθημα που διδάσκει σε εκείνον -και υπενθυμίζει σε όλους μας- ότι ακόμη και αν κάποιος παίξει με τους κανόνες μιας καταδυναστευτικής, καθοδηγούμενης από ρατσιστικές και απολυταρχικές ιδέες εξουσίας, ακόμη κι αν έχει το σουλούπι του γαλανομάτη Ντελόν -ή οποιουδήποτε γοητευτικού άνδρα που ο κάθε Άριος θα ήθελε να μοιάζει μαζί του-, το παραμικρό ψεγάδι στο αφήγημα της πλήρους συμφωνίας του με τους κανόνες της μπορεί να τον καταστήσει ως το επόμενο θύμα. Και επεκτείνοντας αυτό τον συλλογισμό, καταδεικνύει ότι η επίθεση της ολοκληρωτικής εξουσίας σε μια κοινωνική ή φυλετική ομάδα θα πρέπει να λογίζεται ως επίθεση στο σύνολο της κοινωνίας, ενεργοποιώντας ένα τείχος αλληλεγγύης από την τελευταία, κι όχι να αντιμετωπίζεται «ελαφρά τη καρδία» από όσους κρίκους της βρίσκονται έξω από το στόχαστρο.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το περίκλειστο καταφύγιο του αμοραλισμού και της επιφανειακότητας του Κλάιν έχει παραβιασθεί, υποχρεώνοντάς τον σε συνειδησιακή αφύπνιση και παράλληλο σιγόβρασμα σε ένα καζάνι αγωνίας. Την ίδια στιγμή, άσβεστη παραμένει η επιθυμία του να βρει τον Εβραίο «σωσία» του, με τον οποίο είναι αντίθετοι πόλοι: Ο ίδιος, μαλθακός και απολίτικος, είναι οχυρωμένος στο καβούκι της πολυτελούς του ζωής και αποστασιοποιημένος από τα προβλήματα της «πλέμπας». Ο άλλος, ζει σε τρώγλες και διάγει τον βίο του με γενναιότητα και ηθικές αξίες, όντας οργανωμένος στην Αντίσταση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Λόουζι χρησιμοποιεί καθρέφτες και άλλες ανακλαστικές επιφάνειες για να υπονοήσει την παρουσία του σωσία, εντάσσοντάς τον τακτικά στο κάδρο ως ιδέα. Με την πρόοδο της ιστορίας, οι δυο Κλάιν έρχονται ολοένα και πιο κοντά σε όλα τα επίπεδα, χωρίς να συναντιούνται ποτέ με τις φυσικές τους παρουσίες!

Ο Ντελόν δεν υπήρξε ποτέ καλύτερος

Καθώς η άκοπη άνεση και η διακριτική αγύρτικη σπιρτάδα παραχωρούν τη σκυτάλη σε παγωμένα βλέμματα και εκφράσεις όπου αποκρυσταλλώνεται η νευρικότητα, η ταραχή, η περισυλλογή και η απόγνωση, ο Ντελόν ξεδιπλώνει την πιο μεστή και ώριμη ερμηνεία της καριέρας του. Καδραρισμένος αποκαλυπτικά, κομίζει με συγκλονιστική υποτονικότητα (ναι, γίνεται αυτά τα δύο να συνυπάρξουν!) τη μετάβαση από τον ματαιόδοξο εφησυχασμό της εσφαλμένης αυτοπεποίθησης ενός πρόσκαιρα διασφαλισμένου οπορτουνιστή, στην απώλεια του ελέγχου, την καθοδηγούμενη από εμμονές ξενάγηση-ολίσθηση στον βούρκο και τη συνειδητοποίηση όλων όσων συνέβαιναν πάντοτε γύρω του, αλλά μέχρι πρότινος προσπερνούσε με αδιαφορία.

Πού το πάει η ταινία

Μέχρι το τέλος του έργου, η εμμονική αναζήτηση του κυρίου Κλάιν, μαζί με τις υπαρξιακές διαστάσεις που αυτή λαμβάνει, υπερισχύει ολοκληρωτικά της αρχικής αποστολής του, η οποία ήταν να «καθαρίσει» το όνομά του και να γλιτώσει το τομάρι του. Πίσω από την απόφασή του να γίνει ντετέκτιβ και να κυνηγήσει τον σωσία που του έχει κάνει άνω κάτω τη ζωή, κρύβεται μια αναδυόμενη κρίση ταυτότητας, ή -αν προτιμάτε- η ανάγκη του «δικού μας» Κλάιν να εξορύξει τον άλλο του εαυτό μέσω της γνωριμίας με τον «άλλο» Κλάιν. Το αν ο έτερος Κλάιν υπάρχει ολοκληρωτικά ή μερικά, και το κατά πόσο αυτός εμπλουτίζεται μέσα στη σφαίρα της φαντασίας ενός ατόμου που θα ήθελε να εξιλεωθεί γινόμενος «άλλος», βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του θεατή.

Από την άλλη μεριά, πολλά από όσα συμβαίνουν στην ταινία μπορούν να αποδοθούν στην παράνοια μιας κατακερματισμένης συνείδησης. Σε περιπτώσεις όπως αυτή του πρωταγωνιστή και των Γάλλων ομοίων του, αυτό συνεπάγεται την ύψωση τειχών αδιαφορίας μπροστά στη βαρβαρότητα που εκτυλισσόταν γύρω τους, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν μια ψευδαίσθηση κανονικότητας και να μη λυγίσουν υπό το βάρος της συνενοχής τους σε αυτή την κατάσταση. Ο υποδόριος σχολιασμός της ταινίας είναι ανατριχιαστικός σε σκηνές όπως εκείνη όπου ένα «ειδικό» λεωφορείο, γεμάτο με απελαθέντες -με προορισμό το Άουσβιτς-, περνά μπροστά από μια πολυσύχναστη υπαίθρια αγορά, ωστόσο οι Γάλλοι καταναλωτές συνεχίζουν αμέριμνα τις δραστηριότητές τους.

Συνοπτικά

Εντυπωσιακά σκηνογραφημένο, με ανυποχώρητη αινιγματικότητα, αίσθημα ελλοχεύουσας απειλής και οξύ πολιτικό λόγο, το «Mr. Klein» αποτελεί ένα αριστούργημα καφκικής υφής, με κεντρικό στοιχείο εμβάθυνσης την κρίση ταυτότητας του θύτη που μετατρέπεται σε θύμα, φιλοξενώντας ίσως την καλύτερη ερμηνεία στην καριέρα του Αλέν Ντελόν.

Απώτερος στόχος της ταινίας, ο οποίος επιτυγχάνεται στον απόλυτο βαθμό, είναι να αναδείξει τη διδακτική ουσία μέσα από το πλαίσιο του χρόνου και του τόπου στο οποίο τοποθετείται η πλοκή της, ρίχνοντας φως σε μια από τις μελανότερες σελίδες της γαλλικής ιστορίας: Ο λόγος για το γαλλικό καθεστώς Βισύ, δηλαδή τους συνεργάτες των Γερμανών, οι οποίοι άσκησαν αυτοβούλως πολιτική αποκλεισμού εις βάρος των Εβραίων, αλλά και τη συνένοχα αμέτοχη κοινωνία, καθότι είναι ιστορικά γνωστό ότι ο γαλλικός λαός ανταποκρίθηκε χλιαρά στο κάλεσμα για αντίσταση, έμεινε αδιάφορος μπροστά στην αντισημιτική φρίκη, ενώ μάλιστα μια μεγάλη μερίδα ενέδωσε στον δωσιλογισμό.

Εν έτει 1976, η Γαλλία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να κοιτάξει στα μάτια τις ευθύνες της και να σταθεί αυτοκριτικά απέναντι στα εγκλήματά της, καταδικάζοντας την ταινία σε εμπορική αποτυχία. Ωστόσο, τα γαλλικά «Όσκαρ» αποδείχθηκαν πιο διορατικά, εξασφαλίζοντάς της τρία Βραβεία Σεζάρ (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σκηνικών -θα έπρεπε και Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον εξαιρετικό Ντελόν).

Βαθμολογία

Rating: 5 out of 5.

Σχολιάστε