«Sweet Smell of Success» (1957): Ένα δριμύ «κατηγορώ» ενάντια στη σάπια εξουσία της δημοσιογραφίας

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Ο Τζέι Τζέι Χανσένκερ (Μπαρτ Λάνκαστερ) είναι ένας αδίστακτος μεγαλο-δημοσιογράφος της Νέας Υόρκης, ο οποίος μέσω της αρθρογραφίας του έχει τη δύναμη να φτιάχνει ή να καταστρέφει καριέρες στον λαμπερό κόσμο της σόουμπιζ. Στο πλευρό του βρίσκεται ο νεαρός Σίντνεϊ Φάλκο (Τόνι Κέρτις), ένας υπερφιλόδοξος ατζέντης τύπου ο οποίος πουλάει συνεχώς εκδούλευση. Ως αντάλλαγμα, ο Χανσένκερ δημοσιεύει στη στήλη του για το Μπρόντγουεϊ άρθρα που προωθούν τη δουλειά των καλλιτεχνών τους οποίους έχει αναλάβει επί πληρωμή ο Φάλκο. Όμως όταν ο πιστός «υπήκοος» αποτυγχάνει σε μια σημαντική αποστολή, έξαφνα διαπιστώνει ότι βρίσκεται κομμένος από τη στήλη του διάσημου αρθρογράφου.

Σε σκηνοθεσία Αλεξάντερ Μακέντρικ, οι «Σκοτεινοί Δολοφόνοι» («Sweet Smell of Success», 1957), γνωστοί στη χώρα μας και ως «Η Γλυκιά Μυρωδιά της Επιτυχίας», είναι ένα έργο νουάρ αισθητικής, βασισμένο στη νουβέλα «Tell Me About It Tomorrow» του Ερνστ Λίμαν, την οποία ο τελευταίος διασκεύασε για τη μεγάλη οθόνη σε συνεργασία με τον δραματουργό Κλίφορντ Όντετς. Φωτίζοντας την αξιακή σήψη του κόσμου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, η οποία κινεί τα νήματα στα παρασκήνια του χώρου του θεάματος και γενικότερα στο αμερικανικό οικοδόμημα, η αιχμηρή γραφή της ταινίας είναι μπολιασμένη με ωμό κυνισμό, ο οποίος γίνεται αντιληπτός τόσο στις αριστοτεχνικά φαρμακερές στιχομυθίες που κυριαρχούν στο έργο, όσο και στις άψογα ενορχηστρωμένες συμπαιγνίες και υποχθόνιες σπέκουλες των κεντρικών προσώπων που ορίζουν την πλοκή. Από την άλλη, ο διεισδυτικός κινηματογραφικός φακός και το ασίγαστο μοντάζ διογκώνουν συντριπτικά τα ερεθίσματα στο χαώδες neon σκηνικό της νυχτερινής Νέας Υόρκης, μετατρέποντάς το σε ενιαία ρυπαρή ύλη. Διαπλέκοντας τα ανωτέρω νήματα το ένα μέσα στο άλλο, ο Μακέντρικ διαμορφώνει μια ζοφερά ατμοσφαιρική (βασισμένη στα αξιώματα του είδους) εικόνα αποσύνθεσης και κλειστοφοβίας που δυσκολεύεσαι να διαχειριστείς.

Αυτός ο αστικός «υπόνομος» ασυδοσίας και αμοραλισμού είναι εφάμιλλα δύσπεπτος με τον αιχμηρό κοινωνικό σχολιασμό του σεναρίου. Στην άτυπη «αρένα» του συγκρούονται ή συμπορεύονται συμφέροντα μεταξύ «μονομάχων»-εκπροσώπων της πολιτικής ελίτ, της αστυνομικής εξουσίας και των ΜΜΕ, περιστοιχισμένα από τον αγοραίο έρωτα και τους πάσης φύσεως τυχοδιώκτες. Εκεί μεσουρανούν και ευδοκιμούν -αντίστοιχα- τα δύο βασικά πρόσωπα της ιστορίας μας: Από τη μία ο μεγαλομανής και χειραγωγός Τζέι Τζέι, ο οποίος κινούμενος από παθολογική αγάπη για την αδελφή του, Σούζι (Σούζαν Χάρισον), ζητάει από τον καιροσκόπο Φάλκο να μεσολαβήσει ώστε να τη χωρίσει από τον μουσικό της τζαζ που έχει ερωτευθεί. Ο Χανσένκερ είναι ένας αλαζονικός μισάνθρωπος, ο οποίος δεν διαθέτει κανένα αντισταθμιστικό παράγοντα στην εσωτερική μαυρίλα του. Δεν θεωρεί τον εαυτό του απλά κυρίαρχο του παιχνιδιού, αλλά υπέρτατο κριτή, χειριστή και δυνάστη των πάντων. Ο βιτριολικός και κοφτερός σαν ξυράφι λόγος του, από τις επιδείξεις δύναμης και τους έμμεσους εκβιασμούς σε σημαίνοντα πρόσωπα, μέχρι τις υποτιμητικές προσβολές στα πειθήνια όργανά του, είναι ικανός να τσακίσει τα πιο γερά κόκαλα, δίνοντας μία εικόνα του μεγαλομανούς τέρατος που έχει δημιουργήσει η καλπάζουσα ασθένεια της εξουσίας. Μοιάζει να πιστεύει ότι η επιτυχία του του έχει εξασφαλίσει το προνόμιο να «στολίζει» τους άλλους με κυνικές ταμπέλες και να κινεί χαιρέκακα τα νήματα των μαριονετών του, ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνει ασυλία από οποιαδήποτε κρίση.

Τριγμούς στην παραπάνω εγωπαθή αφροσύνη θα προκαλέσει ο ερωτικός παρτενέρ της αδελφής του Χανσένκερ, ονόματι Στιβ Ντάλας (Μάρτιν Μίλνερ). Παρότι ο τελευταίος παρασύρεται στην παγίδα του Φάλκο ώστε να κάψει κάθε γέφυρα με την πλευρά του μεγαλοδημοσιογράφου, η καθηλωτική σκηνή του μεταξύ τους διαξιφισμού ηχεί σαν επαναλαμβανόμενη ριπή άβολης αλήθειας που βάλλει κατά του αφηγήματος του Τζέι Τζέι, ανατρέποντας τη στέρεη ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται δικαιωματικά στο απυρόβλητο και δρομολογώντας τον ολοκληρωτικό εκτροχιασμό του εγωισμού του στο τελευταίο μέρος της ταινίας. Μέσα από έναν πύρινο λόγο, ο Ντάλας αποδομεί όλα όσα εκπροσωπεί ο Νεοϋορκέζος αρθρογράφος, δίνοντας πάτημα σε ένα γενικότερο σχόλιο της ταινίας ενάντια στον κιτρινισμό, τη ρουσφετολογία, την ευνοιοκρατία και την προπαγανδιστική λογική που ορίζουν το εκφυλισμένο «λειτούργημά» του, αλλά και στο πιστό αναγνωστικό κοινό που συντηρεί την «τέταρτη εξουσία» στην πιο εκτρωματική μορφή της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χανσένκερ εκλαμβάνει την κριτική του Ντάλας ως συλλήβδην επίθεση σε όλους τους αναγνώστες του, οι οποίοι του έδωσαν τη σημερινή του δύναμη.

Από την άλλη μεριά, ο Φάλκο είναι ένας χαρακτήρας τόσο «αμερικανοθρεμμένα» αφοσιωμένος στο κυνήγι της επιτυχίας, ώστε φθάνει στο σημείο να την επιδιώκει με κάθε τίμημα. Μηχανορράφος και δολοπλόκος, εδώ δεν χάνει την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή ένα υποχθόνιο σχέδιο για την «εξόντωση» του δεσμού του ζευγαριού, αντιμετωπίζοντας την αποστολή ως το κλειδί για την προσωπική του ανέλιξη. Στην πορεία της εφαρμογής του σχεδίου του δεν διστάζει να ελίσσεται, εκμεταλλευόμενος κάθε πρόσωπο ή κατάσταση και επιστρατεύοντας με επιτυχία τη ραδιούργα αυτοσχεδιαστική του ικανότητα απέναντι σε κάθε απρόοπτο ή ευκαιρία. Παράλληλα, αναδίδει μια αλήτικη και συνάμα χαρισματικά αστεράτη αύρα, η οποία δεν σου επιτρέπει να τον μισήσεις. Δίνεται έτσι η ευκαιρία στον ζεν πρεμιέ Τόνι Κέρτις να σπάσει τα στερεότυπα και μας εκπλήξει θετικά στον ρόλο του φανταχτερά γλιτσερού αντιήρωα, αποτελώντας το ιδανικό αντίβαρο στην ανατριχιαστική επιτομή της κοινωνιοπαθούς μεγαλομανίας που ερμηνεύει ο Λάνκαστερ.

Σε αυτό τον άπληστο κόσμο που ζει κινούμενος πάνω στις πολύβουες και χωρίς σταματημό ράγες προς την υλοποίηση του αμερικανικού ονείρου, η «αχίλλειος πτέρνα» είναι πάντα το εγγενές καλό που έχει απομείνει, είτε στις καθαρές του συγκεντρώσεις (π.χ. Στιβ & Σούζι) είτε υπό μορφή κατάλοιπου (η περίπτωση του Φάλκο). Για τον Σίντνεϊ, ο οποίος έχει εξαπατήσει και εκβιάσει συναισθηματικά τόσο και τόσο κόσμο προκειμένου να ανέλθει, είναι μια ποιητική απόδοση δικαιοσύνης το γεγονός ότι τα απομεινάρια ανθρωπιάς στην ψυχή του είναι τελικά αυτά που τον «καταδικάζουν»: Η μειλίχια, φαινομενικά άτολμη και παθητική αδελφή του Τζέι Τζέι, η οποία συνεχώς εξαπατάται λόγω της αγνότητάς της (όπως και ο σύντροφός της λόγω της ευθύτητας και της ντομπροσύνης του), αποφασίζει να «ωριμάσει» και να πολεμήσει τους δυνάστες της με τα ίδια τους τα όπλα, καταφέρνοντας τελικά να κερδίσει την «παρτίδα» από τους Φάλκο και Χανσένκερ. Θα λέγαμε ότι το βασικότερο αναγνωριστικό σημάδι του πεσιμισμού που διαρρέει την ταινία είναι το γεγονός ότι κάθε ευγενές κίνητρο ή συναίσθημα αντιμετωπίζεται από τους επιτήδειους ως σκαλοπάτι για να πατήσουν πάνω του και να πραγματοποιήσουν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους. Οποιαδήποτε ανθρώπινη αρετή μοιάζει με μειονέκτημα στο κυνήγι της επίτευξης της «σκοτεινής» επιτυχίας που επιδιώκουν οι «σκοτεινοί» χαρακτήρες του έργου. Συχνά, το τίμημα αυτής της επιτυχίας είναι βαρύ, τόσο στην ψυχή μας όσο και στις αλυσιδωτές συνέπειες που δρομολογούνται.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μια ταινία που εγκολπώνεται τόση απαισιοδοξία, ζόφο και κυνισμό για να καταγγείλει τον σάπιο κόσμο της δημοσιογραφίας, αντιμετωπίστηκε εχθρικά από το σύγχρονό της κοινό. Παρ’ όλα αυτά, το «Sweet Smell of Success» κατατάσσεται σήμερα ανάμεσα στα νουάρ αριστουργήματα, και κατά τη γνώμη μας θέτει σοβαρή υποψηφιότητα ώστε να είναι η κορυφαία ταινία του είδους. Με αυτά τα δεδομένα, η επάνοδος της ταινίας στα θερινά σινεμά σε ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες από τη Summer Classics, σηματοδοτεί ένα από τα must-see του φετινού καλοκαιριού!

Βαθμολογία

Rating: 5 out of 5.

Σχολιάστε