Κριτική: «Ο Μελισσοκόμος» (1986) του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Μετά τον γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του για την Αθήνα, ο Σπύρος (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, αποφασίζει να εγκαταλείψει την εστία του, τη γυναίκα του και το αντικείμενό του, και να περιπλανηθεί σε όλη τη χώρα -από τον βορρά μέχρι τον νότο- μαζί με τις κυψέλες του. Η απόφασή του είναι να εξασκήσει το επάγγελμα της μελισσοκομίας, με το οποίο είχε σχετιστεί η οικογένειά του από πάππου προς πάππου. Ξαφνικά, η συνάντησή του με μια νέα κοπέλα θα ανάψει ξανά τη σπίθα για ζωή. Εκείνος, είναι εγκλωβισμένος στα ερείπια ενός παρελθόντος που τον στοιχειώνει. Εκείνη, δεν έχει καν παρελθόν για να την ορίζει, και η ανάλαφρη παρουσία της μπορεί να σηματοδοτήσει τη δική του αναγέννηση.

Από την «Αναπαράσταση» (1970) μέχρι το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), η ελληνική ύπαιθρος και οι άνθρωποί της είχαν σχεδόν σταθερά την τιμητική τους στη φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Με τον «Μελισσοκόμο» («The Beekeeper», 1986), αυτή η σχέση προσωποποιείται για δεύτερη φορά στον τίτλο κάποιας από τις ταινίες του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη, μετά τους «Κυνηγούς» του 1977. Ο λόγος για την έβδομη κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία του Αγγελόπουλου, υποψήφια για Χρυσό Λέοντα στο Διεθνές Φεστιβάλ Βενετίας το έτος κυκλοφορίας της, η οποία προβάλλεται αυτή την περίοδο σε επανέκδοση στο αθηναϊκό STUDIO new star art cinema της Πλατείας Αμερικής. Η πρωτοβουλία πραγματοποιείται στα πλαίσια του αφιερώματος «2023, Έτος Θ. Αγγελόπουλου» που διοργανώνει η εταιρεία διανομής NEW STAR σε συνεργασία με την οικογένεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Ένας φυγάς πρώην συμβιβασμένος

Εισχωρώντας στα ενδότερα της άτυπης Τριλογίας της Σιωπής, η οποία ξεκίνησε με το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) και ολοκληρώθηκε με το «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988), «Ο Μελισσοκόμος» εμβαθύνει στο θέμα της μετέωρης κατάστασης του υποκειμένου της ιστορίας του, παρά τη διαρκή κίνηση στην οποία βρίσκεται εκείνο. Η ιδιότητα του παλιού «αριστερού» αγωνιστή -και νυν νοικοκυραίου- είναι παρούσα στον Σπύρο που ερμηνεύει ο διεθνούς φήμης Ιταλός ηθοποιός Μαρτσέλο Μαστρογιάνι («La Dolce Vita», «8½»), όπως ήταν και στον Σπύρο που ερμήνευσε ο δικός μας Μάνος Κατράκης στα «Κύθηρα». Μόνο που εδώ, ο ηλικιωμένος πρωταγωνιστής προσπαθεί συνειδητά να διαφύγει από μια συμβιβασμένη ζωή, και όχι να επιστρέψει από την εξορία στα «αποκαΐδια» του παρελθόντος. Για τον Σπύρο, η ενασχόληση με τον κλάδο της μελισσοκομίας συνιστά μια απόπειρα επιστροφής στις ρίζες της οικογενειακής του παράδοσης, μια απόπειρα εξιλέωσης από τον συμβιβασμό μιας μικροαστικής ζωής που επιλέχθηκε και βιώθηκε εκβιαστικά, υπό τη σκιά της ήττας του αριστερού κινήματος (η περίπτωση του Σπύρου φωτογραφίζει τα αθέατα θύματα της ιστορικής συγκυρίας στην μεταπολεμική Ελλάδα), και σε κάθε περίπτωση κόντρα στα ιδανικά της νιότης του. Μια απόπειρα αναζήτησης της πραγματικής του ταυτότητας, μετά από μια ολόκληρη ζωή… παραχάραξής της.

Ακολουθώντας τον δρόμο των μελισσών από τον ελληνικό βορρά μέχρι τον νότο, ανάποδα από την προτέρα πορεία του προς τον συμβιβασμό, ο Σπύρος επιλέγει να «ξεβολευτεί», όμως στην πράξη δεν βρίσκει ποτέ έναν ξεκάθαρο προσανατολισμό «ελευθερίας» στη ζωή του, γεγονός που είναι μοιραίο να τον οδηγήσει στον εγκλωβισμό σε κάποια νέα μορφή δεσμών. Αυτό βλέπουμε να αιωρείται στη σχέση με την ανώνυμη κοπέλα που ερμηνεύει η ηθοποιός Νάντια Μουρούζη, εκεί όπου ο ίδιος, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρει καταφύγιο συναισθηματικής θαλπωρής, εκδηλώνει χαρακτηριστικότερα την τάση να δίνει αυτό που νομίζει ότι οι άλλοι θέλουν να δουν σε εκείνον (η κατ’ εξοχήν αιτία συμβιβασμού). Ενεργεί σπασμωδικά, με έναν τρόπο που είναι καταδικασμένος να μη γεμίσει κανένα συναισθηματικό κενό -εκατέρωθεν.

Επικοινωνημένα μέσα από την ηθοποιία του Μαστρογιάνι, τα απλανή, σκοτεινιασμένα βλέμματα που μπαίνουν στην εξίσωση του τυραννισμένου χαρακτήρα δεν αποπνέουν έναν επιφανειακό πόνο, αλλά μια εκ βάθρων απόγνωση που πηγάζει από τα μύχια μιας θρυμματισμένης ψυχής. Το υπαρξιακό του αδιέξοδο είναι αναπόδραστο, και κανένα «φρέσκο» πρόσωπο δεν μπορεί να τον απεγκλωβίσει από αυτό. Γνωστός ως το «alter ego» του μεγάλου Φεντερίκο Φελίνι, αλλά και περίφημος «λατίνος εραστής», όπως λάτρευαν να τον αποκαλούν στις ΗΠΑ, ο γοητευτικός, άκρως στιλάτος γκριζομάλλης που αποτέλεσε φωτεινό σύμβολο των πιο λαμπρών ημερών του ιταλικού σινεμά («La Dolce Vita», «8½», «La Notte») διάγει τις ύστερες μέρες του πιο ώριμος από ποτέ όσον αφορά την υποκριτική τέχνη. Υπηρετώντας με σχολαστική επιμονή έναν ρόλο που απαιτεί τον εκτοπισμό της λάμψης του στο περιθώριο, βρίσκει το πρόσφορο έδαφος -ακόμη και ντουμπλαρισμένος από τον Γιάννη Βόγλη- ώστε να καρποφορήσει μια από τις σημαντικότερες ερμηνείες της φιλμογραφίας του.

Ο αργός «θάνατος» και η σιωπή της Ιστορίας

Επιπλέον, μέσα από την αφιέρωση στις μελισσοδιαδρομές προς τον νότο, ο πρωταγωνιστής της ταινίας βιώνει μια έτερη -παράλληλη- υποδούλωση. Αυτή δεν είναι άλλη από την εθελοντική του προσφορά στις υπηρεσίες ενός κλάδου που έχει καταδικαστεί σε αργό και βασανιστικό θάνατο στη νεότερη Ελλάδα. Στα πρότυπα του περιπλανώμενου ήρωα που έχει βαριά πάνω του τη σκιά του παρελθόντος, η ματιά του Αγγελόπουλου μοιάζει προφητική για το ζοφερό πεπρωμένο ενός πολύπαθου τομέα, που σήμερα οι καλύτερές του μέρες μοιάζουν να έχουν παρέλθει. Εάν εστιάσουμε στην περίπτωση της ελληνικής μελισσοκομίας σήμερα, θα δούμε ότι επικρατεί η ίδια αίσθηση αδιεξόδου, η ίδια άσκοπη και συνάμα απεγνωσμένη περιπλάνηση. Ένας κλάδος απαξιωμένος και αποδεκατισμένος στις μέρες μας (σ.σ. σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ, το 2020 οι μελισσοκομικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν σε 8.704 από 10.551 το 2009), όπως ακριβώς απαξιώθηκαν τα ιδανικά του Σπύρου και αλλοτριώθηκε η θέση του στον κόσμο μας.

Στο πνεύμα του πρωταγωνιστή του, «Ο Μελισσοκόμος» απαρτίζεται από… παράλληλες γραμμές σε φθίνουσα πορεία. Σε μια από τις επισκέψεις που αρέσκεται να κάνει ο Σπύρος στα ζωντανά απομεινάρια μνημών από τις ελπιδοφόρες μέρες της νεότητάς του (τις οποίες εν συνεχεία «πρόδωσε» με τη συμβιβασμένη ζωή του), ένας παλιός του φίλος, εργαζόμενος ως μηχανικός προβολής σε μια ημιθανή επαρχιακή κινηματογραφική αίθουσα (τον ερμηνεύει ο Ντίνος Ηλιόπουλος), και ένας άλλος παλιός αντιστασιακός σύντροφος που πλέον βρίσκεται στο κρεβάτι του πόνου, βιώνουν και εκείνοι μια μορφή συντριβής, υπό το βάρος των ιδεών που κουβάλησαν, αλλά δεν ευτύχησαν να τις δουν να ευδοκιμούν. Ο θάνατος της αίθουσας, του συντρόφου που βρίσκεται στο τελικό στάδιο της ασθένειας, του ίδιου του πρωταγωνιστή της ταινίας και των μελισσιών του, μοιάζει -και είναι- ταυτόχρονος. Ο Σπύρος αναποδογυρίζει τις κερήθρες, «καταδικάζοντας» τις μέλισσες, και εκείνες ανταποδίδουν τη «χάρη» κεντρίζοντάς τον μέχρι θανάτου. Στο φινάλε αυτής της απονενοημένης περιπλάνησης, όλοι οι μελλοθάνατοι παραδίδονται στην αναπόφευκτη μοίρα τους, και εμείς, μόνοι πια, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη σιωπή της Ιστορίας.

Σε αυτό το υπαρξιακό οδοιπορικό φυγής που ντύνεται με την αξέχαστη μουσική επένδυση της Ελένης Καραΐνδρου, η αυτοαναφορική γραφή του Αγγελόπουλου είναι περισσότερο ελλειπτική και εσωστρεφής από ποτέ, ρισκάροντας να αποξενώσει το έργο από μια σημαντική μερίδα των θεατών. Παράλληλα, είναι και λιγότερο πολιτικοποιημένη, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεος· γενικεύοντας την περίπτωση του συμβιβασμένου πρώην αριστερού (πρωτ)αγωνιστή της, εμείς θα λέγαμε ότι είναι πολιτικά ψυχαναλυτική. Επίσης, ο τρόπος του Έλληνα σκηνοθέτη απλοποιείται αισθητά, τόσο στις τεχνικές κινηματογραφισης (σ.σ. παρόντα και εδώ τα χαρακτηριστικά τράβελινγκ του φακού) όσο και σε αυτές της αφήγησης (σ.σ. ευθύγραμμη), χωρίς αυτό να στερεί από τη συνήθη ωραιότητα και την ποίηση των μελαγχολικά μουντών εικόνων του. Καμιά φορά μόνον, οι συμβολισμοί του μοιάζουν ελάχιστα πιο επιτηδευμένοι από όσο ίσως θα θέλαμε.

Βαθμολογία

Rating: 3.5 out of 5.

3 σκέψεις σχετικά με το “Κριτική: «Ο Μελισσοκόμος» (1986) του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Σχολιάστε