«Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» (1991): Η ταινία για την οποία αφορίστηκε ο Θ. Αγγελόπουλος

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Τα μεταναστευτικά ρεύματα από και προς την Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που συνοδεύει άρρηκτα τη νεότερη πορεία πλεύσης της χώρας μας. Αντίστροφα από τις ροές οικονομικών μεταναστών από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα, οι οποίες μετατοπίσθηκαν προς την Αυστραλία και τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης μετά το 1950, η έλευση της δεκαετίας του 1990 σημαδεύτηκε από ένα κύμα μετανάστευσης προς την Ελλάδα από γειτονικές και άλλες χώρες. Η αιτία είναι συνδυαστική και μπορεί να αποδοθεί αρχικά στην πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και συνάμα στην ταχεία ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας εκείνη την περίοδο, οδηγώντας τη χώρα να διαβεί την πόρτα της Ευρωζώνης το 2000 -αν και με «μαγειρεμένα» στοιχεία. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας την καθιστά ως την κύρια πύλη εισόδου στην «ανεπτυγμένη» Ευρώπη, όντας εύκολα προσβάσιμη σε ασταθείς ή και εμπόλεμες ζώνες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, μεταξύ άλλων.

Επεκτείνοντας ένα τμήμα της συλλογιστικής της απελθούσας Τριλογίας της Σιωπής («Ταξίδι στα Κύθηρα», «Ο Μελισσοκόμος», «Τοπίο στην Ομίχλη»), ο Θόδωρος Αγγελόπουλος εγκαινιάζει την Τριλογία των Συνόρων με το «Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» («The Suspended Step of the Stork», 1991), βάζοντας ξανά στο μικροσκόπιο την ιδιότητα του… μετέωρου ανθρώπου, αυτή τη φορά ως σημείο αναφοράς του σύνθετου και διαρκώς κλιμακούμενου παγκόσμιου πολιτικοοικονομικού και κοινωνικού φαινομένου της μετανάστευσης. Στο έργο, μετανάστες και αιτούντες άσυλο από διάφορες φυλές, αποπειρώνται να περάσουν τα σύνορα της χώρας μας. Εφόσον καταφέρουν να επιβιώσουν, συνωστίζονται σε μικρές συνοριακές περιοχές και παραμένουν περιθωριοποιημένοι εκεί, χωρίς πατρίδα, προοπτικές ή ταυτότητα.

Από το προσκήνιο της πολιτικής σκηνής, στον μόχθο της ακριτικής υπαίθρου

Ταυτόχρονα, την ταυτότητά του δείχνει να έχει χάσει -ή απαρνηθεί- και ένας σημαντικός Έλληνας πολιτικός (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ο οποίος εξαφανίζεται από προσώπου γης μετά από μια συνεδρίαση στη Βουλή, αφού πρώτα εκφωνήσει έναν αινιγματικό ποιητικό λόγο ως έμμεσο «αντίο». Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του αγνοούμενου πολιτικού προσομοιάζουν με εκείνα ενός απομονωμένου, λιγομίλητου ηλικιωμένου άνδρα που ζει στη ζώνη της παραμεθορίου. Τον συναντά τυχαία ο Αλέξανδρος (Γρηγόρης Πατρικαρέας, ή αγγλιστί… Γκρέγκορι Πάτρικ Καρ), ένας νεαρός δημοσιογράφος που κάνει το ρεπορτάζ του εκεί με θέμα τους εγκλωβισμένους μετανάστες και πρόσφυγες. Η ταυτότητα του αγνώστου, ο οποίος ζει καλλιεργώντας ένα χωράφι, θα παραμείνει ανεξακρίβωτη μέχρι τέλους. Αντίστοιχα αιωρούμενοι θα παραμείνουν και οι κατατρεγμένοι μετανάστες, έρμαια της αδιέξοδης πραγματικότητας ενός κατακερματισμένου κόσμου και όμηροι μιας γκετοποιημένης μικρής κοινωνίας που τους έχει φυλακίσει «προσωρινά». Στην πραγματικότητα, αυτή η μικρή συνοριακή πόλη που οι ντόπιοι ονομάζουν «αίθουσα αναμονής» (παραπέμποντας στην επ’ αόριστον αναστολή του ονείρου των μεταναστών να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους), δεν είναι τίποτα περισσότερο από την άκρη του χαλιού, κάτω από το οποίο τα «υπεύθυνα» κράτη αρέσκονται στο να κρύβουν τα άβολα -και μη κολακευτικά για το διεθνές προφίλ τους- προβλήματα. Όπως συνέβη με τα ελλείμματα που έκρυψε η χώρα μας για να μπει στην Ευρωζώνη, μια που το έφερε η κουβέντα.

Η ασυναγώνιστη ποίηση της αγγελοπουλικής εικόνας παίρνει όλη αυτή την απελπισία, τα εμπόδια, τα όρια και τα σύνορα που προάγουν την κοινωνική περιθωριοποίηση, και τα διασκορπίζει σε ένα αντιφατικό σκηνικό απεραντοσύνης της υπαίθρου (ουρανός, θάλασσα, ποτάμια, χωράφια, φύση)· σαν να υπενθυμίζει διακριτικά όλη εκείνη την ελευθερία και την ανεμελιά που έχει πια οριστικά χαθεί. Κανείς δεν μπορεί να περιορίσει το μάτι από το να κατακτήσει τα πάντα, και το ομιχλώδες τοπίο είναι το μόνο που μπορεί να κρύψει τη γραμμή του ορίζοντα στη φθινοπωρινά μελαγχολική και υγρή βορειοελλαδίτικη ύπαιθρο. Παρ’ όλα αυτά, όλοι όσοι ζουν εκεί είναι ασφυκτικά εγκλωβισμένοι, υποχρεωμένοι να δηλώνουν υποταγή στους διαχωρισμούς και τα -νοητά ή μη- σύνορα που έχουν χαραχθεί από ανθρώπινο χέρι. Στην αξέχαστη σκηνή της υπαίθριας γαμήλιας τελετής, ένα ορμητικό συνοριακό ποτάμι χωρίζει την πομπή που συνοδεύει τη μετανάστρια νύφη το πλήθος που ακολουθεί τον ομοεθνή της γαμπρό, ο οποίος δεν έχει περάσει τα σύνορα και βρίσκεται αποκλεισμένος στην αντίπερα όχθη. Εισβάλλοντας μαζί με το συνεργείο του στην «αίθουσα αναμονής», ο ρεπόρτερ απεικονίζεται εξίσου ποιητικά -και αντιφατικά- να περνά από την αποστασιοποιημένη καταγραφή των γεγονότων (σ.σ. πτυχή που τονίζεται σε σκηνές όπως αυτή του δωματίου του μοντάζ, όταν εκείνος διαπιστώνει την ομοιότητα του ηλικιωμένου μετανάστη με τη σημαίνουσα προσωπικότητα της ελληνικής πολιτικής σκηνής) σε μια φάση ενεργού συναισθηματικής εμπλοκής και αλληλεπίδρασης με το τοπικό περιβάλλον, κατάσταση η οποία οδηγεί και στον δικό του κλονισμό.

Το μονοπάτι του αυτοεξόριστου πολιτικού που ερμηνεύει ο διεθνούς φήμης Μαστρογιάνι στη δεύτερη συνεργασία του με τον Αγγελόπουλο μετά τον «Μελισσοκόμο», υποδηλώνει μια απότομη αλλαγή στρατοπέδων σε έναν κόσμο δύο ταχυτήτων, με τον εξαφανισθέντα να εικάζεται ότι έχει αυτομολήσει σχεδόν ανεξήγητα από την άνεση και την ασφάλεια της σιωπηλά (συν)ένοχης κοινωνίας των προνομιούχων στην αβεβαιότητα των κατατρεγμένων θυμάτων που βρίσκονται καταχωνιασμένα στα ανήλιαγα συρτάρια της σιωπής της Ιστορίας. Εάν τα συμφέροντα των ισχυρών ξεκινούν το ντόμινο στην άκρη του οποίου κρέμεται η μοίρα των αδυνάτων, τα ιμπεριαλιστικά αίτια και τα γεωπολιτικά παιχνίδια που γεννούν την αθρόα μετανάστευση και προσφυγιά τουλάχιστον δεν είναι τόσο ασαφή όσο η προοπτική μιας ανθρωπιστικής λύσης, σε ένα πρόβλημα που είθισται να παρουσιάζεται ως δυσεπίλυτο από τα εκάστοτε κράτη υποδοχής, αποσιωπώντας βολικά το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί. Έχοντας συναίσθηση του γεγονότος ότι δεν αποτελεί εγγυητή κάποιας βιώσιμης λύσης, αλλά θεσμικό εκπρόσωπο ενός σαθρού συστήματος που διαιωνίζει το πρόβλημα, δεν θέλει και πολύ για έναν έντιμο πολιτικό άνδρα να νιώσει αηδιασμένος, σε σημείο να αποσυρθεί από το προσκήνιο και να διαχωρίσει τη θέση του από τον κυνισμό των μεταναστευτικών πολιτικών. Το -μεγάλο- καλό με την αφήγηση του Αγγελόπουλου και την ερμηνεία του Μαστρογιάνι έγκειται στο γεγονός ότι η ταινία δεν χρειάζεται να μας κάνει briefing πάνω σε αυτά τα ζητήματα για να μας πείσει για το βάρος που κουβαλά ο χαρακτήρας και το κενό που έχει δημιουργηθεί μέσα του.

Ο προφητικός Αγγελόπουλος και η σημειολογική αξία της τέχνης του

Το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» είναι μια ταινία που πιστοποιεί ότι η ελεγειακή ποίηση του Αγγελόπουλου δεν είναι ένα αυτάρεσκο τέχνασμα, αλλά μπορεί να συνοδεύεται από ατόφια ουσία, αμεσότητα, διορατικό πρίσμα και διαχρονικότητα μηνύματος, υποχρεώνοντας από την πρώτη στιγμή τον θεατή να εμπεδώσει βίαια το παγκοσμίως κυρίαρχο σήμερα φαινόμενο της μετανάστευσης. Προσπαθώντας εναγωνίως να διαφύγουν από συρράξεις, βία και συνθήκες φτώχειας που οξύνθηκαν με κεντρική ευθύνη του Δυτικού Κόσμου, τα αθώα θύματα ψάχνουν μάταια καταφύγιο σε αυτόν. Ο φακός δεν αποστρέφει το βλέμμα από το δράμα τους ούτε από τις μακάβριες και απονενοημένες λύσεις που θρέφει η απελπισία τους, ζητώντας κι από εμάς να κάνουμε το ίδιο: Τα όσα παρακολουθούμε στην εναρκτήρια σκηνή του ναυαγίου στον Πειραιά, όπου Ασιάτες πρόσφυγες πέφτουν από μόνοι τους στη θάλασσα και ακολούθως ανασύρονται νεκροί μετά την άρνηση του ελληνικού κράτους να τους χορηγήσει πολιτικό άσυλο, μας πείθουν αμέσως για τον θλιβερά επίκαιρο χαρακτήρα της ταινίας. Ο μαύρος κύκλος των πνιγμένων προσφύγων, τα σώματα των οποίων επιπλέουν στο νερό, αποτελεί από μόνος του ένα μικρό σύνορο. Οι τελευταίοι, μαζί με τις δυνάμεις του λιμενικού που βρίσκονται ολόγυρα του ναυαγίου, είναι τα οπτικά ερεθίσματα που παρεμβάλλονται στην αχανή αυτοκρατορία του γαλάζιου, σε μια εικόνα όπου η θάλασσα γίνεται ένα με τον ουρανό. Η κυριαρχία και η απεραντοσύνη του φυσικού περιβάλλοντος σπάει, όπως νοητά τη σπάνε και τα «εμπόδια» που έχουν σπαρθεί από ανθρώπινα χέρια. Το σκηνικό θυμίζει έντονα το πραγματικό ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου, το οποίο έλαβε χώρα τον περασμένο Ιούνιο και είχε απολογισμό 82 νεκρούς και εκατοντάδες αγνοουμένους.

Αντίστοιχα, η μικρή ελληνική συνοριακή πόλη όπου περιορίζονται όλοι οι μετανάστες, μοιάζει να προοικονομεί τα απόνερα της συμφωνίας «Δουβλίνο ΙΙ» που υπέγραψε η χώρα μας το 2003 (σ.σ. συνθήκη η οποία προβλέπει την επιστροφή των «παράτυπων» μεταναστών στη χώρα εισόδου τους στην ΕΕ, η οποία κατά συντριπτική πλειοψηφία είναι η Ελλάδα) και τις ασφυκτικές δομές hotspot που είδαμε να καθιερώνονται τα τελευταία χρόνια στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Σε μια άλλη σεκάνς αγγελοπουλικής ανθολογίας, μια ομάδα τεχνικών ανεβαίνει στους τηλεφωνικούς στύλους του ΟΤΕ για να περάσει ένα σύρμα τηλεπικοινωνιακών γραμμών, θαρρείς σε μια μεταφορική προσπάθεια να αποκαταστήσει την ανθρώπινη επικοινωνία που έχουν άρει τα κάθε λογής σύνορα (βλ. σκηνή «κατακερματισμένης» γαμήλιας τελετής εκατέρωθεν του ποταμού). Πολλές φορές, οι μορφές των ανθρώπων και οι σχηματισμοί των συνόλων τους μοιάζουν με μικρά στίγματα, κουκκίδες ή σμήνη εντόμων πάνω στον αγέρωχο φιλμικό καμβά της ταινίας, παραπέμποντας στην υποβάθμιση της προσωπικότητας και των δικαιωμάτων τους σε καθεστώς «αμελητέας ποσότητας».

Το παζλ αυτού του αγγελοπουλικού αριστουργήματος ολοκληρώνει ο συνταγματάρχης που ερμηνεύει εξαίσια ο Ηλίας Λογοθέτης· ένας σύγχρονος ακρίτας, ο οποίος καλείται να κατατοπίσει τον Αλέξανδρο στην «αίθουσα αναμονής». Μισός στρατιωτικός και μισός φιλόσοφος, αντιλαμβάνεται κι αυτός τη ζωή του ως έρμαιο των πέντε ανέμων (σ.σ. η οικογένειά του διασκορπισμένη και ο ίδιος «μαριονέτα» των συνεχών μεταθέσεων), αφουγκράζεται την αγωνία της μετέωρης κατάστασης που δεν μπορεί να αλλαχθεί από το ίδιο το άτομο, αλλά μένει εκεί, να ορίζεται και να εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες. Ο ίδιος βλέπει γύρω του, και ταυτόχρονα βιώνει με έναν δικό του τρόπο, την αγωνία της ισορρόπησης στο τεντωμένο σχοινί μιας οριακής συνθήκης, η οποία ενσωματώνει ολιστικά την αντιφατική έννοια της αέναα… προσωρινής κατάστασης όσων κατοικούν στην περιοχή. Για εκείνον, η αλληλεπίδραση με τον δημοσιογράφο αποτελεί μια άτυπη ψυχοθεραπεία.

Όπως τονίζει ο συνταγματάρχης, σε αυτό το συνοριακό μέρος όλα τα γεγονότα λαμβάνουν διαφορετική διάσταση, διογκώνονται προϊούσης της οριακής συνθήκης. Οι τονικές διακυμάνσεις που ξεδιπλώνει άψογα η ηθοποιία του Λογοθέτη παραπέμπουν στον βαθμό δυσκολίας διαχείρισης αυτού του παράλογου κόσμου. Όσο κι αν ένας πειθαρχημένος στρατιωτικός υποχρεούται να διατηρήσει ένα συγκροτημένο προσωπείο για να εγγυηθεί τον έλεγχο της κατάστασης σε αυτή την άτυπη «άκρη του κόσμου», μια υποψία μανιοκαταθλιπτικής διαταραχής πάντοτε καραδοκεί, είτε στην ανάπτυξη των στοχασμών του, είτε στην έκφραση της περισυλλογής του, είτε στις εξάρσεις μοιρολατρικού (αυτο)σαρκασμού που εκδηλώνει μπροστά στη δύσπεπτη αλληλουχία ερεθισμάτων. Θαρρείς σαν να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα ενδώσει ολοκληρωτικά στην εύθυμη τρέλα της άρνησης ή την απόγνωση της αποδοχής ότι το πρόβλημα υπάρχει και είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας. Μαζί του, μια ολόκληρη κοινωνία εξωθείται στα όριά της, ωθώντας σε πολλές περιπτώσεις σε βίαιη παραίτηση των μεταναστών κατοίκων από την ίδια τη ζωή. «Αν κάνω ένα βήμα, είμαι αλλού, ή πεθαίνω», λέει εκείνος, καθώς στέκεται καταμεσής μιας ποταμογέφυρας με το ένα πόδι σηκωμένο στον αέρα, σαν πελαργός, πάνω στη μπογιατισμένη γραμμή των ελληνοαλβανικών συνόρων. Οι λέξεις του ενσωματώνουν κυνικά όλη την αγωνία της διάσχισης των συνόρων. Στον προθάλαμο μιας άλλης ζωής που δεν ευοδωθεί ποτέ, ή του θανάτου.

Το ντροπιαστικό γεγονός του αφορισμού

«Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» (1991): Η ταινία για την οποία αφορίστηκε ο Θ. Αγγελόπουλος
Το κείμενο του αφορισμού

Δυστυχώς, αυτή η τόσο καίρια, διεισδυτική και πάνω από όλα ανθρώπινη ταινία κατάφερε με κάποιο τρόπο να αποτελέσει «κόκκινο πανί» για υψηλόβαθμα κλιμάκια της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, δίνοντας το έναυσμα για μια ολομέτωπη επίθεση από θιασώτες της ακραίας μισαλλοδοξίας. Ενορχηστρωτής ο τότε μητροπολίτης Φλωρίνης, Αυγουστίνος Καντιώτης, ο οποίος πήρε στα χέρια του το σενάριο του έργου ενώ αυτό βρισκόταν ακόμη στο στάδιο της παραγωγής. Σε ένα άνευ προηγουμένου παραλήρημα, ο ανώτατος ιερωμένος έσπευσε να κατηγορήσει την ταινία ως ανθελληνική και αντιχριστιανική, απαιτώντας από τον Αγγελόπουλο και το συνεργείο του να διακόψουν τα γυρίσματα στην περιοχή. Όταν εκείνοι αρνήθηκαν, ο μητροπολίτης εξαπέλυσε έναν όχλο «πιστών» στους δρόμους. Τελικά, ανακοίνωσε τον αφορισμό όλων των συντελεστών της ταινίας, μεταξύ των οποίων ο Μαστρογιάνι και η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός Ζαν Μορό -που στο έργο υποδυόταν τη σύζυγό του-, με την «τελετή» μίσους να λαμβάνει χώρα στις 16 Δεκεμβρίου του 1990. Ο Καντιώτης δεν δίστασε να αφορίσει ακόμη και τη 14χρονη ηθοποιό Δώρα Χρυσικού, η οποία ερμήνευσε τη νεαρή νύφη στη σκηνή της γαμήλιας τελετής στο συνοριακό ποτάμι. Το γεγονός ότι το περιεχόμενο της ταινίας δεν ήταν καν προκλητικό -όχι ότι αυτό θα δικαιολογούσε κάποιον αφορισμό, αλλά κουβέντα να γίνεται- σίγουρα εγείρει ακόμη περισσότερα ερωτήματα για το τεράστιο μένος του εθνικιστή -και μάλλον κρυφορατσιστή- μητροπολίτη, ο οποίος σίγουρα είχε προηγούμενα με την ατζέντα του «αριστερών πεποιθήσεων» Αγγελόπουλου και προφανώς θεωρούσε τη Φλώρινα προτεκτοράτο του.

«Αφορισμός κάτω από τέτοιους όρους είναι τιμή», δήλωνε εκείνη την εποχή ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης.

Βαθμολογία

Rating: 4.5 out of 5.

*Η ταινία κυκλοφορεί από 3/8 σε επανέκδοση από τη NEW STAR, αποκλειστικά στο STUDIO new star art cinema και μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «2023, Έτος Θ. Αγγελόπουλου» που διοργανώνει η NEW STAR σε συνεργασία με την οικογένεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “«Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» (1991): Η ταινία για την οποία αφορίστηκε ο Θ. Αγγελόπουλος

Σχολιάστε