«Oppenheimer»: Είναι η καλύτερη ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν;

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1904 από Γερμανούς γονείς εβραϊκής καταγωγής, ο Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ έμελλε να εξελιχθεί σε έναν επιστήμονα που θα άφηνε εποχή με την έρευνά του πάνω στην κβαντική φυσική. Τελικά, το όνομά του θα έμενε χαραγμένο με χρυσά γράμματα σε μια από τις πιο σημαντικές, αλλά και συνάμα μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ανθρώπινης Ιστορίας. Ακούγεται αντιφατικό, όμως έτσι είναι όταν μιλάμε για την ιδιοφυΐα που ηγήθηκε του επιτυχημένου αμερικανικού εγχειρήματος για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας, η οποία κυριολεκτικά εξαφάνισε τις ιαπωνικές πόλεις της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι μετά από επίθεση των ΗΠΑ το 1945.

Προσοχή, ακολουθούν spoilers για την ταινία!

Επιχειρώντας να φέρει ξανά στη ζωή το χρονικό του σκοτεινού θριάμβου και της πτώσης του Οπενχάιμερ, γνωστού και ως «πατέρα» της ατομικής βόμβας, ο Κρίστοφερ Νόλαν βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο «American Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer» των Κάι Μπερντ και Μάρτιν Τζ. Σέργουιν. Καρπός αυτής της προσπάθειας είναι ένα επικό βιογραφικό θρίλερ, το οποίο αποτελεί σημαντική διαφοροποίηση από τα συνήθη φανταστικά σενάρια και τους fictional χαρακτήρες της φιλμογραφίας του δημοφιλούς Άγγλου σκηνοθέτη. Εδώ οι χαρακτήρες και τα γεγονότα είναι πέρα για πέρα αληθινά, και το μεδούλι της κεντρικής πλοκής αρκετά σαφές, αν και ο Νόλαν κάνει ό,τι μπορεί για να την περιπλέξει: Ο Οπενχάιμερ (Κίλιαν Μέρφι) επιχειρεί να προσπεράσει την προπορευόμενη ναζιστική Γερμανία και να κατασκευάσει μια πανίσχυρη βόμβα για λογαριασμό των ΗΠΑ, ελπίζοντας ότι έτσι θα θέσει τις βάσεις για την ολοκλήρωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εγκαθίδρυση παγκόσμιας ειρήνης. Κατόπιν εορτής, θα διαπιστώσει όχι μόνο τα ασύλληπτα δεινά του πυρηνικού ολέθρου, αλλά και το ότι κανένα τέτοιο όπλο μαζικής καταστροφής δεν μπορεί να αποτελέσει θεματοφύλακα ειρήνης και ομόνοιας. Μετά τη μεταστροφή της στάσης του, ο Οπενχάιμερ θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει την πολιτική του επιρροή και τη διεθνή του φήμη στους επιστημονικούς κύκλους ώστε να περιορίσει την παραγωγή και τη χρήση του πανίσχυρου δημιουργήματός του, ωστόσο την ίδια στιγμή θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια οργανωμένη υπόγεια προσπάθεια που έχει ως σκοπό τον κλονισμό της αξιοπιστίας του και κατ’ επέκταση τον παροπλισμό του.

Η σημασία του ασπρόμαυρου και του έγχρωμου timeline

Στον χάρτη πορείας του «Oppenheimer» («Οπενχάιμερ»), κυριαρχεί μια δαιδαλώδης εναλλαγή μεταξύ δύο διαφορετικών, μη γραμμικών χρονικών αξόνων εξιστόρησης που προσεγγίζουν τη ζωή του διάσημου επιστήμονα από διαφορετική οπτική γωνία. Αυτό συμβαίνει με τρόπο που εξυπηρετεί τον αφηγηματικό σκοπό του έργου, που δεν είναι άλλος από την παρουσίαση ενός ολοκληρωμένου βιογραφικού πορτρέτου. Από τη μια πλευρά έχουμε την πρωτοπρόσωπη σκοπιά του Οπενχάιμερ, και από την άλλη μια πιο αποστασιοποιημένη και κυνική θεώρηση στο έργο του από τον συνεργάτη του, ιδρυτικό επίτροπο της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας των ΗΠΑ, Λούις Στράους (ένας Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ σε οσκαρική «μεταμόρφωση»), αυτή τη φορά σε ασπρόμαυρη παλέτα «επίκαιρων». Ο τελευταίος δεν μπορεί να παραβγεί σε ταλέντο τον Οπενχάιμερ κι αυτό τον μπολιάζει με φθόνο, σε μια σχέση που θυμίζει κάτι από τις δυναμικές Σαλιέρι-Μότσαρτ στο «Amadeus» (1984) του Μίλος Φόρμαν.

Στον αντίποδα της πικρόχολης και υποσκαπτικής στάσης του Στράους, την οδό μιας υγιούς συναγωνιστικής συνεργασίας με τον Οπενχάιμερ δείχνει ο φιλόδοξος και ισχυρογνώμων στρατηγός Λέσλι Γκρόβς (Ματ Ντέιμον), ο οποίος στρατολογεί τον πρώτο στο αμερικανικό «Σχέδιο Μανχάταν», ένα πρόγραμμα με στόχο τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας ως υπερόπλου. Ο Γκρόβς έχει δικούς του παρεμβατικούς κώδικες ελέγχου και δεν διστάζει να σφίγγει τα χαλινάρια όποτε χρειαστεί, ωστόσο στο βάθος σέβεται και δρα υποστηρικτικά προς την ιδιοφυΐα του Οπενχάιμερ, ξέροντας μέχρι πού τον παίρνει να τον κοντράρει. Όλα αυτά, δοσμένα από τον Ντέιμον μέσα από μια ερμηνεία που δεν διστάζει να σατιρίσει διακριτικά τη ματσίλα του Αμερικανού «γαλονά».

Ο Νολαν αφήνει να πλανάται μέχρι τέλους η αμφιβολία για το ποια θεώρηση είναι η πιο έγκυρη και αν τελικά αμφότερα τα timeline πρέπει να συνδυαστούν για να συνθέσουν το ψηφιδωτό μιας αντικειμενικής αλήθειας. Προάγοντας αυτό τον συλλογισμό, η συνάντηση των δύο χρονοδιαγραμμάτων γίνεται πράξη σε κομβικές σκηνές που επανέρχονται στο προσκήνιο από διαφορετική οπτική γωνία. Αποκορύφωμα αυτού του τεχνάσματος είναι η διπλά ιδωμένη σεκάνς της μυστικής στιχομυθίας του Οπενχάιμερ με τον αποστασιοποιημένο Άλμπερτ Αϊνστάιν (Τομ Κόντι), η οποία κατά τα γεγονότα της ταινίας πυροδότησε μέρος του μίσους του Στράους για τον πρώτο.

Με ρυθμιστή τις τεχνικές φρενήρους μοντάζ που κρατούν την αφηγηματική μπαγκέτα, τα φλας μπακ του έγχρωμου και του ασπρόμαυρου timeline δίνουν έμφαση κυρίως στην παγκόσμια κούρσα για την υλοποίηση της ατομικής βόμβας, σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετέπειτα στο κατώφλι του Ψυχρού Πολέμου, με τον Οπενχάιμερ να ηγείται της προσπάθειας των Αμερικανών. Συνολικά, οι εμβόλιμες αναδρομές στο παρελθόν καλύπτουν μεγάλο εύρος, από τις σπουδές του Οπενχάιμερ στο Κέιμπριτζ και τις στενές επαφές του με το κομμουνιστικό κόμμα (ο διάσημος φυσικός θεωρούσε τον μαρξισμό ως το ανάχωμα απέναντι στην άνοδο του «εβραιοκτόνου» φασισμού στην Ευρώπη) μέχρι τον ρόλο του ως διευθυντή του «Σχεδίου Μανχάταν».

Η εμμονική προσήλωση του Οπενχάιμερ στον στόχο του πυρηνικού υπερόπλου θα διαρραγεί από αγωνιώδη αμφιβολία μόνον αφότου η θεωρία δώσει τη θέση της στην πολυπόθητη πράξη. Πιο συγκεκριμένα, θα τη δούμε να εμφυτεύεται στο μυαλό του επιστήμονα κατά τη συγκλονιστική σκηνή της δοκιμαστικής ρίψης της ατομικής βόμβας με την κωδική ονομασία «Trinity», στην έρημο Jornada del Muerto της πολιτείας του Νέου Μεξικού, που κατέστησε και με τη βούλα τις ΗΠΑ ως την πρώτη πυρηνική δύναμη εν έτει 1945. Αυτή η τεχνικά άρτια απόδοση της πυροδότησης της πρώτης ατομικής βόμβας (υπογραμμίζοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι ο Νόλαν έχει επιστρατεύσει τα πιο σύγχρονα μέσα για να γυρίσει αυτή την ταινία) θα αποτελέσει τη σπίθα που θα πυροδοτήσει τον πυρηνικό όλεθρο στην Ιαπωνία την ίδια χρονιά, με απολογισμό 110.000 νεκρούς από τις ρίψεις σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι.

Κατά την παρακολούθηση της επιτυχημένης δοκιμής «Trinity», ο επιστημονικός θρίαμβος συμπίπτει με ένα υπόκωφο θανατερό προαίσθημα στα εσώψυχα του Οπενχάιμερ. Μέσα στο δέος της ιστορικής του στιγμής, την οποία έχει χτίσει μέσα από χρόνια θεωρίας, ο ίδιος βλέπει να ξεδιαλύνει το τοπίο του τερατώδους υπαρκτού κινδύνου που έχει «γεννήσει». Η ευρηματική σκηνοθεσία του Νόλαν και η προσαρμοσμένη στο δόγμα του «less is more» ηθοποιία του Κίλιαν Μέρφι δίνουν μια άποψη για το τι κρύβεται πίσω από τις ρωγμές στο μέχρι πρότινος απροσπέλαστα συγκροτημένο -έως ψυχρό- προσωπείο του δημοφιλούς επιστήμονα, εκεί όπου πλέον εκτείνεται ένας αβυσσώδης κόσμος Ερινυών. «Έχω αίμα στα χέρια μου», παραδέχεται εκείνος ενώπιον του ατάραχου Αμερικανού προέδρου Χάρι Τρούμαν (Γκάρι Όλντμαν) μετά τους βομβαρδισμούς στην Ιαπωνία, και η σκηνοθεσία του Νόλαν δίνει άψογη εικαστική διάσταση στις εσχατολογικές σκέψεις που πλημμυρίζουν τον επιστήμονα. Ανεξίτηλη μένει στον θεατή η φορτισμένη με μετατραυματικά οράματα «νικητήρια» ομιλία του Οπενχάιμερ μπροστά σε ένα αλλαλάζον πλήθος στο μυστικό εργαστήριο του Λος Άλαμος. Χάρη στη χρήση εμπνευσμένων οπτικοακουστικών τεχνικών, το περιβάλλον της ασφυκτικά γεμάτης αίθουσας -όπου κυματίζουν υπερήφανα αστερόεσσες σημαίες- αποκτά χαρακτήρα ψυχολογικού θρίλερ: Πάνω στις ξέφρενες επευφημίες και τον ενθουσιασμό των παρευρισκομένων, έχουμε την προοδευτική επικράτηση εικόνων και ήχων πυρηνικού ολέθρου. Κάπως έτσι, το εορταστικό κλίμα και οι ζοφερές οφθαλμαπάτες που προβάλλονται πάνω του μετατρέπονται σε μια ενιαία και αδιαίρετη εφιαλτική μάζα για τον παραπαίοντα πρωταγωνιστή.

Ως «παρόν» στο έγχρωμο χρονοδιάγραμμα ορίζεται το 1954, όταν ο -πλέον- ένθερμος φιλειρηνιστής Οπενχάιμερ συμμετέχει σε μια ακρόαση που τελικά καταλήγει στην ανάκληση της άδειας ασφαλείας του από την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας των ΗΠΑ, αίροντας τη δυνατότητά του να έχει ενεργό επιστημονικό συμβουλευτικό ρόλο. Σε αυτό το σημείο, το έργο πραγματοποιεί βουτιά στο πολιτικό παρασκήνιο της εποχής, εξερευνώντας την αδυσώπητη φύση των υπόγειων παιχνιδιών που διαδραματίζονται σε μια εν εξελίξει κούρσα παγκόσμιας επικράτησης, καβάλα στο άλογο μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης. Δυστυχώς, η ακατανίκητη δίψα της μακαρθικής Αμερικής να αναδειχθεί ως παγκόσμια κυρίαρχος εν καιρώ Ψυχρού Πολέμου δεν αφήνει χώρο για φωνές ανανήψασας λογικής και πασιφιστικής μετριοπάθειας, όπως αυτή του κλονισμένου από την προοπτική της ανεξέλεγκτης πυρηνικής λαίλαπας Οπενχάιμερ. Αντιθέτως, τις δαιμονοποιεί. Συνεπώς, βλέπουμε να ευδοκιμεί εις βάρος του κεντρικού προσώπου μια συντονισμένη εκστρατεία αποκαθήλωσης, με ενορχηστρωτή τον άσπονδο φίλο Στράους και συνεργούς άλλα επιφανή μέλη της επιστημονικής κοινότητας που είχαν συνεργαστεί με τον Οπενχάιμερ αλλά δεν δίστασαν να τον προδώσουν όταν εκείνος έπαψε να προωθεί τις επιθετικές ατζέντες τους (π.χ. η εναντίωσή του στην έρευνα για τη βόμβα υδρογόνου). Οι δικαστικές αρχές της χώρας περνούν τον κορυφαίο θεωρητικό φυσικό από κόσκινο ως πιθανό πράκτορα των Σοβιετικών και ο μεροληπτικός ανακριτής εστιάζει το κατηγορητήριο στις κομμουνιστικές διασυνδέσεις του, καταφέρνοντας τελικά να μη γίνει δεκτή η εκ νέου θεώρηση της διαβάθμισης ασφαλείας του. Έτσι, ο Οπενχάιμερ χάνει τη δικαιοδοσία να λειτουργεί ως ανασταλτικός ρυθμιστικός παράγοντας στο καλπάζον πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ. Στο «παρόν» του ασπρόμαυρου χρονοδιαγράμματος, εν έτει 1959, θα δούμε τον Στράους να πέφτει και ο ίδιος στον λάκκο που προηγουμένως είχε σκάψει, καθώς οι καταγγελίες για τις παρασκηνιακές του ενέργειες στη δίκη του Οπενχάιμερ θα του στερήσουν τη δυνατότητα να αναλάβει το πόστο του υπουργού Εμπορίου των ΗΠΑ μετά από ακρόαση ενώπιον της Γερουσίας.

Μια ατελώς… σφαιρική βιογραφική ταινία με πληθώρα προεκτάσεων

Το «Oppenheimer» δεν είναι μια ταινία που ξεπλένει τις αδιαμφισβήτητες ευθύνες του πατέρα της ατομικής βόμβας, αλλά ταυτοχρόνως έχει ως βασικότερο μέλημα να κατανοήσει το φορτίο του, εμβαθύνοντας λιγότερο κριτικά και περισσότερο ψυχαναλυτικά στα τρωτά σημεία (η αφοσίωση σε έναν ανώτερο επιστημονικό σκοπό που βάζει παρωπίδες στην ανθρωπιστική ηθική), το αναδυόμενο σοκ και την οδύνη (των τύψεων), το ακανθώδες μονοπάτι της εξιλέωσης (η ρητή τοποθέτηση ενάντια στην περαιτέρω πυρηνική έρευνα εν μέσω Ψυχρού Πολέμου), και το προδιαγεγραμμένο πεπρωμένο ενός σύγχρονου «Προμηθέα» (αν και δεν συμφωνούμε τόσο με τον παραλληλισμό), ο οποίος διαπιστώνει ότι το μονοπάτι προς την δόξα δεν απέχει πολύ από αυτό του εξοστρακισμού. Η εντύπωση που αφήνει η ταινία είναι ότι βιώνοντας τον Οπενχάιμερ μέσα από τα μάτια του, αλλά και από τα μάτια των άλλων, διαμορφώνουμε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη για το ποιόν του. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι υπάρχει και μια τάση ωραιοποίησης του κεντρικού προσώπου, αλλά και κάποιων γεγονότων-συμβάντων που θα έπρεπε να έχουν πιο έντονο υπόστρωμα καταγγελίας στην απόδοσή τους, παρά να εκβιάζουν κατά μία έννοια τον θαυμασμό. Ναι μεν υπάρχουν πάντα οι ενστάσεις του Στράους ως προς τους ανιδιοτελείς σκοπούς του Οπενχάιμερ και οι κατηγορίες του περί προσπάθειας αυτοεξιλέωσης του επιστήμονα μέσα από τη θυματοποίησή του στις εξεταστικές επιτροπές, ωστόσο η εν λόγω θεώρηση είναι σαν να ακυρώνεται μερικώς από τον τρόπο που η ταινία μεταχειρίζεται τον «καταγγέλλοντα». Αυτό είναι και το μοναδικό ψεγάδι που μπορεί να στερήσει από το έργο του Νόλαν το παράσημο ενός μοντέρνου αριστουργήματος, το οποίο τόσο πολύ δικαιούται η κατά τα άλλα αριστοτεχνική κατασκευή του.

Σε κάθε περίπτωση, η ταινία προσαρμόζει έξυπνα την εστίασή της από το ειδικό στο γενικό θέμα, αποτελώντας έναν δυσοίωνο στοχασμό-κοινωνικό σχόλιο πάνω στη νέα ατομική εποχή και τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό που εκείνη καλλιεργεί μεταξύ των μεγάλων (σ.σ. χώρες-κυβερνήσεις) και των μικρότερων (σ.σ. επιστημονική κοινότητα) συνόλων που απαρτίζουν τον κόσμο μας. Τελικά, αυτός ο κόσμος και τα υποσύνολά του γεννούν πολωτικά αφηγήματα που ευνοούν τα κάθε λογής ρήγματα (βλ. Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, αλλά και το σχίσμα μεταξύ Οπενχάιμερ και Στράους) και χειραγωγήσεις καταστάσεων.

Επιπλέον, ο Νόλαν εκμεταλλεύεται με δημιουργική γενναιότητα τις πλατφόρμες του χώρου και του χρόνου, μέσα από τις οποίες η ταινία του εξερευνά τις ποικίλες οπτικές γωνίες και τις διαφορετικές εκφάνσεις των χαρακτήρων, την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα ηθικά διλήμματα της επιστήμης και της πολιτικής. Έτσι, αποκτά ταυτόχρονα πολιτική, κοινωνιολογική, φιλοσοφική και ψυχαναλυτική διάσταση, όντας μια ανά διαστήματα αποκαλυπτική ακτινογραφία των ανθρώπων και του πλαισίου που τους περιβάλλει.

Το magnum opus του Νόλαν

Σε μια φιλμογραφία που μας έχει χαρίσει έργα όπως τα «Memento», «The Dark Knight, «Inception», «Interstellar» και «Dunkirk», δεν είναι εύκολο για το «Oppenheimer» να χαρακτηριστεί ως η καλύτερη ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν. Κι όμως, αν εξαιρέσουμε κάποιες ελάχιστες αστοχίες, η ταινία έχει όλα τα φόντα ώστε να παγιωθεί στο πέρασμα του χρόνου ως το νολανικό magnum opus· δηλαδή ως το μεγαλύτερο σημείο αναφοράς της προσφοράς του Άγγλου δημιουργού στο σινεμά, δείχνοντας τον δρόμο για την επόμενη μέρα του μέσου σε αφήγηση και τεχνικό κομμάτι. Χωρίς αυτή τη φορά ο σκηνοθέτης να αναλώνεται αυτάρεσκα στο προσφιλές δαιδαλώδες της αφήγησής του, όπως ατυχώς συνέβη στο «Tenet» (2020), αλλά χρησιμοποιώντας τη προς εξυπηρέτηση πολύ συγκεκριμένων και ουσιαστικών σκοπών.

Όλο αυτό το παιχνίδι με τη χρονική αλληλουχία και τη σκοπιά δουλεύει σαν καλοκουρδισμένη μηχανή, παρότι το έντονα επεμβατικό μοντάζ κάνει τις 3 ώρες της ταινίας να μοιάζουν με «απόκομμα» ενός πολύ μεγαλύτερου φιλμικού συνόλου που απλά έμεινε στα συρτάρια του post-production. Αντί όμως το συγκεκριμένο στοιχείο να βλάπτει τη συνεκτικότητα των όσων παρακολουθούμε, επί της ουσίας συμβάλλει καθοριστικά στην επιτυχία του φιλμικού εγχειρήματος, αφενός ξεδιπλώνοντας την πλοκή σε λαβυρινθώδες fast forward όπου τα θραύσματα εικόνων-μνημών παραπέμπουν σε λειτουργίες του υποσυνείδητου, και αφετέρου κάνοντας τα δύο timeline της ταινίας να διαπλέκονται μεταξύ τους με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να χτιστεί σιγά σιγά ένα βαθύτερο νόημα. Συνιστά, δηλαδή, μια ηθελημένα ελλειπτική ματιά, μια έμμεση βουτιά σε αποσπασματικές παραστάσεις, όπως αυτές διασώζονται σε ανήλιαγα, σπηλαιώδη «κιτάπια» στο λαμπρό μυαλό του ταλανισμένου επιστήμονα -Οπενχάιμερ- και του ζηλόφθονου συμπορευομένου του -Στράους-, η οποία τελικά ενώνει με έξυπνο τρόπο τα σκόρπια κομμάτια του παζλ που έχει προηγουμένως ανακατέψει, με την ταυτόχρονη συνάντηση των δύο timeline. Υπό αυτό το πρίσμα, ο τρόπος του μοντάζ προσομοιάζει περισσότερο με αφηγηματικό μέσο, παραπέμποντας σε πυρηνική σχάση -δηλαδή τη διαδικασία πυρηνικής διάσπασης κατά την οποία ένας ασταθής πυρήνας χωρίζεται σε δύο τμήματα συγκρίσιμης μάζας. Κομμάτι αυτών των συγκρίσιμων μαζών είναι και το διπλά ιδωμένο σημείο κλειδί της συνάντησης μεταξύ Οπενχάιμερ και Αϊνστάιν, όπου τελικά το έγχρωμο timeline αποκαλύπτει την επίμαχη στιχομυθία. Όπως φανερώνεται, ο Οπενχάιμερ στην πραγματικότητα δεν κακολόγησε τον Στράους -όπως εγωκεντρικά θα ήθελε να πιστεύει εκείνος-, αλλά αμφότεροι οι συνομιλητές παρασύρθηκαν σε θλίψη και περισυλλογή από κάτι πολύ ανώτερο: Τη συνειδητοποίηση ότι μπορεί να προκάλεσαν μια αλυσιδωτή αντίδραση που, τελικά, θα οδηγήσει στην καταστροφή του κόσμου.

Γυρισμένη με χρήση καμερών Panavision 65mm και IMAX 65mm, αλλά και ασπρόμαυρη αναλογική φωτογραφία IMAX, η ταινία χρησιμοποιεί προηγμένα μέσα για να θεμελιώσει άλλο ένα επίτευγμα –όχι επιστημονικό, μα κινηματογραφικό αυτή τη φορά–, διά χειρός Χόιτε Βαν Χοϊτέμα. Πέραν αυτού, απαραίτητη «μαγιά» για την ολοκλήρωση της ζύμωσης αυτού του σημαντικότατου ορόσημου είναι η μουσική επένδυση του Λούντβιγκ Γκόρανσον, η οποία έχει μεν τη δύναμη να συνεπαίρνει τον θεατή και να απογειώνει επικά το περιεχόμενο του έργου, αλλά και ενίοτε τη σωφροσύνη να γίνεται ένα με εκείνο, σαν να ενσωματώνεται στον ήχο των ατόμων που συνθλίβονται. Οι κορυφαίες της στιγμές αφορούν κυρίως πειραματικά μινιμαλιστικές συνθέσεις, όπως εκείνη που προσδίδει χροιά… βραχυκυκλώματος στην παραλυτική αγωνία του Οπενχάιμερ.

Τελικά άξιζε τον θρίαμβο στα Όσκαρ;

Update (11/3/2024): Το «Οπενχάιμερ» ήταν ο μεγάλος νικητής της 96ης τελετής απονομής των βραβείων Όσκαρ, που πραγματοποιήθηκε στο Dolby Theatre του Λος Άντζελες το βράδυ της Κυριακής 10 Μαρτίου. Η ταινία του Νόλαν κέρδισε τα μεγάλα βραβεία για την Καλύτερη Ταινία και την Καλύτερη Σκηνοθεσία, αποσπώντας συνολικά επτά χρυσά αγαλματίδια. Τελικά, πήρε η ταινία τη θέση που δικαιωματικά της άξιζε ή απλά μίλησε το status του δημοφιλούς Άγγλου σκηνοθέτη, σύμφωνα με το οποίο ήταν επιτακτική ανάγκη να του δοθούν τα μεγάλα βραβεία για να υπάρξει επανόρθωση για αδικίες του παρελθόντος;

Ναι μεν θεωρούμε ότι ταινίες όπως η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ και το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου δικαιούνταν κατάτι περισσότερο αυτή την αναγνώριση, ωστόσο, το μεγαλεπήβολο πρότζεκτ του Νόλαν αποτέλεσε μια υπαρξιακού τύπου πρόκληση για το σινεμά, τουλάχιστον όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Το περασμένο καλοκαίρι, «Οπενχάιμερ» και «Barbie» αποτέλεσαν το εισπρακτικό φαινόμενο του 2023 -και όχι μόνο-, γυρνώντας τον χρόνο πίσω, πριν από την πανδημία COVID-19, όσον αφορά την προσέλευση στα σινεμά. Το «Barbenheimer», το οποίο έγινε μέχρι και viral διαδικτυακό φαινόμενο, δικαίως θεωρήθηκε από πολλούς ότι «ανέστησε» όχι μόνο το παγκόσμιο box office, αλλά και την ίδια την ελπίδα της επιβίωσης για τους κινηματογράφους απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη.

Μόνο που, σε ό,τι αφορά την ταινία που αποτέλεσε το δεύτερο συνθετικό αυτού του σαρωτικού φαινομένου, ο Νόλαν πήρε σημαντικά ρίσκα ΚΑΙ όσον αφορά την αφηγηματική γλώσσα του έργου του, παρουσιάζοντας μια φρέσκια κινηματογραφική πρόταση. Η επιτυχής υλοποίηση αυτής της σύνθετης αποστολής, σε συνδυασμό με την απροθυμία του ιθύνοντα νου της να προβεί σε εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό του όραμα (χρειάστηκε να αλλάξει μέχρι και… στούντιο παραγωγής προκειμένου να γυρίσει την ταινία όπως ακριβώς ήθελε), θα πρέπει να του πιστωθούν, νομιμοποιώντας τις μεγάλες πρωτιές που κατέκτησε, ανεξαρτήτως του αν συμφωνούμε ή όχι με αυτές.

Διότι, μπορεί το «Barbenheimer» να ανέστησε συλλήβδην το σινεμά, αλλά το «Οπενχάιμερ», σε συνδυασμό με τον ταυτόχρονο εμπορικό μαρασμό των υπερηρωικών franchises, ήταν εκείνο που έδωσε το φιλί της ζωής στο mainstream σινεμά αξιώσεων, και με αυτό εννοούμε το δικαίωμα των δημιουργών να διεκδικούν υψηλούς προϋπολογισμούς για να παραδίδουν ενήλικο και σκεπτόμενο περιεχόμενο στο μεγάλο πανί. Ηχηρές εμπορικές αποτυχίες, όπως αυτή του ντελιριακού «Babylon» (2022) του Ντάμιεν Σάζελ, μας είχαν κάνει να ανησυχούμε σοβαρά για το μέλλον τέτοιων εγχειρημάτων, τα οποία έχουν απαιτήσεις από το κοινό τους, σερβίροντας λιγότερη εύπεπτη τροφή. Όμως, ευτυχώς, δημιουργοί όπως ο Νόλαν και ο Ντενί Βιλνέβ (με το εξαιρετικό «Dune: Part Two») είναι εδώ για να εγγυηθούν, σαν άλλοι superheroes, το μέλλον του σκεπτόμενου, ποιοτικού blockbuster.

Βαθμολογία

Rating: 4 out of 5.