All time classics: «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» (1974) του Ρ. Β. Φασμπίντερ

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

Τίτλος ταινίας: «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» / «Angst essen Seele auf» / «Ali: Fear Eats the Soul» (1974)

ΥΠΟΘΕΣΗ: Δυτική Γερμανία, πρώτο μισό δεκαετίας του 1970. Η Έμμι (Μπριγκίτε Μίρα), μια μοναχική χήρα με τρία αποκατεστημένα τέκνα, και ο Άλι (Ελ Εντί Μπέν Σαλέμ) ένας πολύ μικρότερος σε ηλικία εργάτης από το Μαρόκο γνωρίζονται σε ένα περιθωριακό μπαρ, ερωτεύονται παράφορα και παντρεύονται. Θα χρειαστεί όμως να παλέψουν με τις ρατσιστικές προκαταλήψεις του περίγυρού τους και τη δυσκολία τους να ενταχθούν σε μια κοινωνία που τους εχθρεύεται.

Το προσφιλές για τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ θέμα των ανθρώπινων σχέσεων αποκτά χαρακτήρα τολμηρής, ευθείας, διεισδυτικής ματιάς σε μια κατ’ ευφημισμόν πολιτισμένη, αλλά κατ’ ουσίαν βαθιά συντηρητική, ξενοφοβική και βουτηγμένη σε παλιές αμαρτίες δυτική κοινωνία, η οποία δεν ανέχεται ερωτικούς δεσμούς των οποίων η σύνθεση σπάει τα στερεότυπα και τα ταμπού της. Με σημείο αναφοράς τη συνάντηση δύο ανθρώπων από εντελώς διαφορετικούς κόσμους, ο σημαντικός Γερμανός δημιουργός (σ.σ. από θέση σκηνοθέτη-σεναριογράφου, αλλά και υποδυόμενος τον ρατσιστή γαμπρό της Έμμι) επιχειρηματολογεί πάνω στο θέμα των διακρίσεων στη μεταπολεμική κοινωνία της χώρας του κατά τη δεκαετία του ’70 -και όχι μόνο.

All time classics: «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» (1974) του Ρ. Β. Φασμπίντερ

Από τη μια πλευρά της ιστορίας τοποθετείται η Έμμι, μια εξηντάρα χήρα η οποία εργάζεται ως καθαρίστρια και είναι πρώην μέλος του ναζιστικού κόμματος. Στα μάτια της κοινωνίας, τα κουκιά για αυτή τη γυναίκα είναι μετρημένα. Θα πρέπει να πορευθεί για το υπόλοιπο της ζωής της με «αξιοπρέπεια», ιδανικά σε μόνιμο πένθος, να υπηρετεί από απόσταση τους οίκους των παιδιών της δίχως να ενδίδει σε κανένα «ποινικοποιημένο» συναίσθημα ή συμπεριφορά, να ζει απομονωμένη και μόνο για τους άλλους ωσότου έρθει το πλήρωμα του χρόνου να συναντήσει τον μακαρίτη άνδρα της στο μνήμα. Ο Φασμπίντερ χρησιμοποιεί παραδείγματα για να δείξει ότι η κοινωνία δεν μπορεί να διανοηθεί οποιαδήποτε άλλη εκδοχή (π.χ. ο σπιτονοικοκύρης που θεωρεί ότι ο μελαμψός συγκατοικός της δεν είναι δυνατό να είναι κάτι άλλο εκτός από υπομισθωτής). Κι όμως, σε πείσμα όλων αυτών των στερεότυπων, η Έμμι αποφασίζει εν μία νυκτί να αποτινάξει τον ζυγό των συμβάσεων της «μη ζωής» της και να ενδώσει ψυχή τε και σώματι στον «απαγορευμένο» ερωτικό πόθο, κυλώντας στον βούρκο της κοινωνικής κατακραυγής. Στην απέναντι μεριά βρίσκεται ο Άλι, εκπροσωπώντας ένα ευρύτερο σύνολο μεταναστών εργατών, μια ομάδα χωρίς ταξική συνείδηση που λογίζεται από τους Γερμανούς ως ο τελευταίος τροχός της αμάξης και ως εκ τούτου παραμένει σταθερά στο περιθώριο. Ο ίδιος δείχνει να έχει αποδεχτεί τη μοίρα του, ώσπου η ζεστή αντιμετώπιση της Έμμι θα τον κάνει να νιώσει υπολογίσιμος με τρόπο που δεν έχει αισθανθεί ποτέ απέναντι στην καθωσπρέπει κοινωνία. Δύο απόκληρες ψυχές θα βρουν καταφύγιο η μία στην αγκαλιά της άλλης….

Σε αντίθεση με τον Άλι, ο οποίος είναι μαθημένος να ζει στις παρυφές της κοινωνίας, η Έμμι βιώνει μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Στο πέρασμα των ετών, ο συντηρητισμός και οι στερεοτυπικές προκαταλήψεις ενδόμυχα έχουν εμποτιστεί στην ψυχοσύνθεσή της, κάνοντάς τη να στέκεται σχεδόν ενοχικά απέναντι στο πιο όμορφο συναίσθημα, την αγάπη χωρίς όρια και φραγμούς. Η ανελέητη επίθεση που βιώνει, της εκμαιεύει σε πρώτο χρόνο μια αντιδραστικότητα, η οποία την κάνει να επαναστατεί ενάντια στα κοινωνικά πρέπει, όμως δεν μετουσιώνεται σε μια συνειδητή απόταξη του συντηρητισμού, ούτε απαραίτητα την μπολιάζει με ενσυναίσθηση για τα θύματα παρόμοιων προκαταλήψεων. Ίσως μάλιστα κατά βάθος να πιστεύει ότι οφείλει να λογοδοτήσει σε όσους την ελέγχουν και της ασκούν κριτική.

Πολλές φορές, η μαγεία της σκηνοθεσίας κρύβεται στη λεπτομέρεια. Το «Angst essen Seele auf» είναι μια τέτοια περίπτωση, χτίζοντας με μαεστρία το πορτρέτο της πρωταγωνίστριας και επικοινωνώντας στον θεατή την ψυχολογία του ερωτικού διδύμου, αλλά και τις μεταπτώσεις της μεταξύ τους σχέσης. Σε πολλά από τα εκτός δωματίου γυρίσματα, ο φακός παίρνει απόσταση από το ζευγάρι για να δείξει πόσο απομονωμένοι από τον κοινωνικό ιστό είναι η Έμμι και ο Άλι. Αντιθέτως, η ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα του ζευγαριού είναι κλειστοφοβική, μεταφέροντας ένα κλίμα ασφυξίας και φόβου που απορρέει από τη συνεχή πίεση που τους ασκείται. Η ειρωνική διάθεση του Φασμπίντερ είναι απολαυστική σε σεκάνς όπως το παθιασμένο «hate speech» του χαραμοφάη γαμπρού (που υποδύεται ο ίδιος) με φόντο τον Εσταυρωμένο που κοσμεί τον τοίχο του σπιτιού του.

All time classics: «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» (1974) του Ρ. Β. Φασμπίντερ

Όσο η κοινωνία τάσσεται λυσσαλέα εναντίον τους, η σχέση του ζευγαριού καταφέρνει να επιβιώνει. Όμως σταδιακά, ο περίγυρος που τους απέρριπτε συνειδητοποιεί τα παράπλευρα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει από το ζευγάρι. Ο φιλότιμος Άλι είναι ιδιαίτερα παραγωγικός και η ανάγκη του ζευγαριού να ζήσει τον έρωτά του τους μετατρέπει σε ιδανικούς καταναλωτές, κάτι που είναι πάντοτε το κυρίαρχο ζητούμενο σε ένα καπιταλιστικό οικοδόμημα. Εστιάζοντας με ενδελέχεια και καυστικό χιούμορ πάνω στην υποκριτική μεταστροφή της συμπεριφοράς της μάζας απέναντι στο διαφορετικό, ο Φασμπίντερ υπενθυμίζει ότι όταν μπαίνει στη μέση το οικονομικό συμφέρον, οι ιδεολογίες και οι προκαταλήψεις… δεν πηγαίνουν ακριβώς περίπατο, αλλά υποχωρούν στα βαθύτερα καταγώγια του μυαλού, αφήνοντας τη συμφεροντολογική βιτρίνα της διπλωματίας να πάρει τα ηνία των διαπροσωπικών σχέσεων. Με το που συντελούνται αυτές οι αλλαγές, η σπίθα των ανασφαλειών που πάντα υπέβοσκε στην Έμμι ως απόρροια του ψυχολογικού πολέμου που είχε υποστεί, βάζει μπουρλότο στα θεμέλια της σχέσης με τον Άλι. Η ίδια αρχίζει να φέρεται δεσποτικά στον μετανάστη σύζυγό της ξυπνώντας μνήμες του ναζιστικού παρελθόντος (μια συμπεριφορά με ιδιαίτερη σημειολογία), ενώ ταυτόχρονα δελεάζεται από την φαινομενική ανάκτηση της αποδοχής του στενού της περιβάλλοντος, και πιθανώς γνωρίζοντας πως κατά βάθος αυτή η αποδοχή δεν είναι ειλικρινής αλλά συμφεροντολογική, διψά για ακόμη περισσότερη, ενοχοποιώντας και θυσιάζοντας τα προσωπικά της θέλω στον βωμό της κοινωνικής (επαν)ενσωμάτωσης.

Η δηλητηρίαση της σχέσης και η επακόλουθη συμμόρφωση της αποκαμωμένης «επαναστάτριας» με τις συμπεριφορικές απαιτήσεις της θέσης της στην οικογένεια και την κοινωνία σηματοδοτεί την οριστική επανένταξή της στις αγκάλες του συνόλου που την είχε απομονώσει (οικογένεια, γειτονιά). Τότε, λαμβάνουν χώρα οι πιο θλιβερές συμπεριφορές, περιγράφοντας την ανίατη ασθένεια που πλήττει τις πλέον μισαλλόδοξες και υποκριτικές κοινωνίες. Η στιγμή όπου η πρώην αποδέκτρια των προκαταλήψεων γίνεται ένα με τον περίγυρο και όλοι μαζί βρίσκουν το νέο μαύρο πρόβατο στο πρόσωπο μιας χαμηλότερα αμοιβόμενης ξένης (σ.σ. ο λόγος για τη σοκαριστική σκηνή του κουτσομπολιού στα «πηγαδάκια» της πολυκατοικίας, όπου η πρωταγωνίστρια έχει πια μεταβληθεί από θύμα κοινωνικού διαχωρισμού σε θύτη) είναι μια συγκλονιστική κατάθεση του πώς λειτουργεί η ψυχολογία της αγέλης.

All time classics: «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» (1974) του Ρ. Β. Φασμπίντερ

Όσο για τον σκληρά εργαζόμενο Άλι, η πίεση να υπερπηδήσει τους διαχωρισμούς και να εκπληρώσει τον ψυχοσωματικό άθλο της κοινωνικής ανόδου από εξαιρετικά μειονεκτική θέση -λόγω καταγωγής-, οδηγεί στην αφαίμαξη των δυνάμεών του. Η υγεία του κλονίζεται και ο ίδιος νοσηλεύεται στο νοσοκομείο με στομαχικό έλκος, κάνοντάς μας να ανακαλέσουμε τον τίτλο της ταινίας -και ατάκα του Άλι προς την Έμμι: «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά». Ο γιατρός εξηγεί στην τελευταία ότι το έλκος στομάχου μαστίζει κυρίως τούς μετανάστες που ζουν μέσα στον φόβο και την αβεβαιότητα για το μέλλον. Ο Φασμπίντερ κλείνει το μάτι στον θεατή. Σε μια τροπή που φανερώνει την αισιόδοξη σκοπιά του έργου, η Έμμι επιτέλους συνέρχεται και αποφασίζει να αφοσιωθεί στο πλευρό του ασθενούς άνδρα της, υποσχόμενη να αποκρούσει τη ζοφερή μοίρα που επιφυλάσσεται σε ένα ακόμη αναλώσιμο γρανάζι του αδηφάγου συστήματος. Είναι ίσως η πρώτη φορά που κάποιος ήρωας της ταινίας αποκτά συνείδηση απέναντι στους μηχανισμούς της κοινωνικής καταπίεσης/αφαίμαξης. Άλλωστε, η ταινία είναι από μόνη της ένα δριμύ κατηγορώ ενάντια στη διαχρονική κοινωνική υποκρισία της Γερμανίας, την αδυναμία της να αποδεχθεί το διαφορετικό και συνάμα την τάση της να αποδέχεται σιωπηλά -και συνένοχα- τον παραγκωνισμό και την εκμετάλλευση των μειονοτικών ομάδων. Όμως η Έμμι, έστω και την ύστατη ώρα, αποφασίζει να βάλει την ανθρωπιά και την αγάπη πάνω από τη σκοτεινιά, την αναλγησία, το ψέμα και την προκατάληψη.

Βαθμολογία

Rating: 5 out of 5.
Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s