All time classics: «Παρίσι, Τέξας» (1984) του Βιμ Βέντερς

Από τον Νίκο Γαργαλάκο

ΥΠΟΘΕΣΗ: Αγνοούμενος εδώ και τέσσερα χρόνια, ο αμνησιακός μεσήλικας Τράβις Χέντερσον (Χάρι Ντιν Στάντον) εντοπίζεται καταπονημένος μετά από μυστηριώδη περιπλάνηση στην έρημο του Τέξας. Μετά την άμεση παρέμβαση του αδελφού του, Γουόλτ (Ντιν Στόκγουελ), ο Τράβις καλείται να επανασυνδεθεί με την κοινωνία, τον εαυτό του, τη ζωή του και την οικογένειά του. Τελεί όμως ακόμα υπό καθεστώς σύγχυσης, κρατώντας τα χείλη του ερμητικά σφραγισμένα.

Το «Παρίσι, Τέξας» (πρωτότυπος τίτλος: «Paris, Texas», 1984) ορθώς θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη δουλειά του Βιμ Βέντερς. Σε αυτό το υπνωτιστικών ρυθμών υπαρξιακό road movie στην αμερικανική ενδοχώρα, ο πολυβραβευμένος στις Κάννες Γερμανός σκηνοθέτης ταινιών όπως «Τα Φτερά του Έρωτα» («Wings of Desire», 1987) και το «φωτογραφικό» ντοκιμαντέρ «Το Αλάτι της Γης» («The Salt of the Earth», 2014) -από κοινού με τον Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάντο-, παραδίδει ένα άψογο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα τόσο από άποψη εικονογράφησης όσο και στο κομμάτι της εξιστόρησης. Ως προς το πρώτο σκέλος, σημείο αναφοράς του ξεκινήματος της ταινίας είναι η άγονη τεξανή ύπαιθρος, στην οποία εκτυλίσσεται η υπαρξιακή περιπλάνηση του πρωταγωνιστή, αλλά και ξεκινάει αυτή του φακού. Καθοδηγούμενη από αργές, μη παρεμβατικές και κατά κύριο λόγο στατικές λήψεις, η εναλλαγή των πλάνων και των φυσικών σκηνικών μοιάζει αρχικά με περιήγηση σε έκθεση νατουραλιστικής ζωγραφικής, όπου κάθε φορά ένας καινούργιος πίνακας επιλέγεται για να διακοσμήσει το φόντο περνώντας από τον καμβά στο φιλμ. Στην περίπτωση του πρωταγωνιστή μας, το αχανές τοπίο λειτουργεί συντριπτικά και καταπλακώνει, επικοινωνώντας την απομόνωσή του. Το νοητό πέρασμα από αυτά τα άνυδρα, ηλιοκαμένα περιβάλλοντα, στις εσωτερικές λήψεις εντός αστικού ιστού που κυριαρχούν στο δεύτερο μέρος, λαμβάνει χώρα μέσω της σταδιακής διείσδυσης έντονων νέον χρωμάτων στο άγριο τοπίο της υπαίθρου. Ο αραιοκατοικημένος αμερικανικός Νότος προσομοιάζει με σύγχρονη πόλη/πεδίο φάντασμα, πιστός στα αξιώματα του γουέστερν παρελθόντος του.

Στους κλειστούς χώρους, τα φθορίζοντα χρώματα σε συνδυασμό με τις έντονες, δυσοίωνες φωτοσκιάσεις επιτείνουν την αλλόκοσμη αισθητική του τεχνητού, ενισχύοντας τη μυστηριακή αύρα. Είναι λες και αυτή η διαφοροποίηση του φυσικού φωτισμού από τον τεχνητό, αντικατοπτρίζει το πέρασμα του κεντρικού ήρωα σε διαφορετικές φάσεις (άσκοπη περιπλάνηση-αφασία-παθητικότητα // ανάληψη δράσης), από έναν κόσμο όπου όλα είναι στάσιμα σε έναν κόσμο όπου όλα μπορούν να αλλάξουν, με συνδετικό κρίκο το ταξίδι με το αυτοκίνητο. Εάν πάντως υπάρχει ένα σήμα κατατεθέν της ταινίας που δεν γνωρίζει σύνορα μεταξύ indoors και ανοιχτού πεδίου, αυτό είναι οι μεγάλες χρωματικές αντιθέσεις, οι οποίες μας δίνουν μια ιδέα για τη σχολαστική δουλειά που πρέπει να έγινε στην επεξεργασία του αρνητικού φιλμ. Με λίγα λόγια, τίποτα στη μόστρα αυτής της ταινίας δεν είναι τυχαίο: Χρώματα, φώτα και σκιές, όλα έχουν να πουν από μια δική τους μικρή ιστορία μέσα σε κάθε πλάνο.

Φιλοξενούμενος πλέον στο σπίτι του αδερφού του στο Λος Άντζελες, ο Τράβις επανασυνδέεται με τον επτάχρονο γιο του, ο οποίος μέχρι τότε φιλοξενούνταν από τους θείους του. Ύστερα από τη σταδιακή σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων, ο πατέρας καλεί το αγόρι να ξεκινήσουν ένα ταξίδι πίσω στο Τέξας, προκειμένου να εντοπίσουν την εδώ και χρόνια χαμένη νεαρή σύζυγό του -και μητέρα του παιδιού του-, Τζέιν (Ναστάζια Κίνσκι). Αμφότεροι μοιάζουν να καθοδηγούνται από την ακατανίκητη επιθυμία να ξανασμίξουν ως ολοκληρωμένη οικογένεια, αν και στην πραγματικότητα ο Τράβις, παρότι είναι εξαρχής αφιερωμένος σε αυτή την αναζήτηση, δεν περιλαμβάνει τον εαυτό του στο κάδρο μιας αποκατεστημένης φαμίλιας.

Όπως προείπαμε, ο παράγοντας του μυστηρίου είναι παρών από την αρχή του έργου, αφήνοντας να αιωρούνται ερωτήματα για τον κεντρικό χαρακτήρα, την πνευματική του κατάσταση (σ.σ. φαίνεται ότι έχει χάσει τη μνήμη του) και τα κίνητρά του. Ο Τράβις δίνει τα πρώτα του σημεία γραφής ως ένας αποπροσανατολισμένος χαρακτήρας, στον οποίο οι εκ πρώτης όψεως καταφανείς ελλείψεις/ασάφειες/κενά υπονοούν ένα βαθύτερο έλλειμμα/τέλμα (επικοινωνίας, ταυτότητας). Όχι όμως χωρίς να παίρνουν τον χρόνο τους: Η αρχική μουγγαμάρα και η παθητική απροθυμία του πρωταγωνιστή να συνεργαστεί με τους γύρω του, αφήνουν ερωτηματικά ακόμα και για το ποσοστό της διαύγειάς του. Αυτό συνεχίζεται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής στο σπίτι του αδελφού του, τοποθετώντας σε κεντρική θέση τα κενά μνήμης σχετικά με όσα μεσολάβησαν κατά την τετραετία της εξαφάνισής του (ο ίδιος αρνείται/αδυνατεί να εξηγήσει την πολυετή απουσία του). Η ανάδυση και ανάκληση των τραυματικών γεγονότων ενδοοικογενειακής βίας που εκτροχίασαν τη ζωή του, με εκείνον στον ρόλο του θύτη, συμπληρώνει τα κομμάτια του παζλ της ρήξης με τα αγαπημένα του πρόσωπα, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Στην απόληξή της, αυτή η σύγκρουση έχει οδηγήσει τη Τζέιν στο αυτοταπεινωτικό «καταφύγιο» του αγοραίου έρωτα, τον Τράβις στην εσωστρέφεια και την υπαρξιακή δίνη της αυτοεξορίας (όπου το τραύμα δίνει πρόσκαιρα τη θέση του στη βολική λευκή επιταγή ενός διαγραμμένου παρελθόντος, πριν από την αναπόφευκτη αναμόχλευσή του), και το παιδί τους (η παράπλευρη απώλεια) στην προστατευτική αγκαλιά των θείων του. Όλα τα παραπάνω δίνουν την πλήρη εικόνα του σαρωτικού αποτυπώματος που άφησε πίσω της η ωρολογιακή βόμβα μιας τοξικής αγάπης. Έτσι, που το σχεδόν μονίμως χαμένο βλέμμα του Τράβις αποκτά άλλη διάσταση.

Μέσα από τις στάχτες αυτού του Βατερλώ, ξεπετάγεται δειλά δειλά ένας «μετατραυματίας» ψυχισμός: Είναι ο πρωταγωνιστής μας και το road movie του, μια ιστορία αναζήτησης της γενέτειρας (το Παρίσι του… Τέξας) και του εαυτού (ταυτότητα), που στο δεύτερο μέρος μετατρέπεται σε Οδύσσεια εξιλέωσης: Ο Τράβις διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην αποκατάσταση της σχέσης της πρώην γυναίκας του με το παιδί τους (αυτής δηλαδή που ο ίδιος διέλυσε), χωρίς όμως να τρέφει αυταπάτες περί δικαιώματος του να είναι υπαρκτή παρουσία στην ευτυχία τους. Και σε αυτή την φευγαλέα πορεία που διαγράφει σαν αερικό ανάμεσα σε αφιλόξενα έρημα τοπία, κακόφημα στέκια και ζωές αγαπημένων, τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ταιριαστό από το μινιμαλιστικά στοιχειωτικό μπλουζ σάουντρακ του Ράι Κούντερ, υπό τον μοναχικό ήχο της slide κιθάρας.

Βαθμολογία

Rating: 5 out of 5.

*Η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, το βραβείο FIPRESCI και το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο 37ο φεστιβάλ των Καννών.

**Το «Παρίσι, Τέξας» και «Η Αλίκη στις Πόλεις» του Βιμ Βέντερς θα προβληθούν με ελεύθερη είσοδο τη Δευτέρα 8 Μαΐου στην αίθουσα του Ινστιτούτου Γκαίτε, στην οδό Ομήρου 14-15. Η εκδήλωση πραγματοποιείται από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας και το Ινστιτούτο Γκαίτε προς τιμήν του επί σειρά ετών διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1992-2004) Μισέλ Δημόπουλου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Απρίλιο. Οι θέσεις θα δοθούν με σειρά προτεραιότητας.

🎥 Πρόγραμμα προβολών:
19:15 | Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ (Alice in den Städten)
21:30 | ΠΑΡΙΣΙ, ΤΕΞΑΣ (Paris, Texas)

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s